Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύβωλος

From LSJ
Revision as of 09:30, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβωλος Medium diacritics: βραχύβωλος Low diacritics: βραχύβωλος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΩΛΟΣ
Transliteration A: brachýbōlos Transliteration B: brachybōlos Transliteration C: vrachyvolos Beta Code: braxu/bwlos

English (LSJ)

ον, A with small or few clods, β. χέρσος a small spot of ground, AP6.238 (Apollonid.): Ἴκος ib.7.2 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 462] kurzschollig, χέρσος, d. i. ein kleines Stück Land, Apollond. 5 (VI, 238); vgl. Ant. Sid. 69 (VII, 2).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβωλος: -ον, ὁ ὀλίγους ἔχων βώλους γῆς, β. χέρσος, μικρὸν μέρος ἐδάφους, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 238, πρβλ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux petites mottes de terre, càd au sol maigre.
Étymologie: βραχύς, βῶλος.

Spanish (DGE)

(βρᾰχύβωλος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
con pocos o pequeños terrones e.d. pequeño χέρσος AP 6.238 (Apollonid.), Ἴκος AP 7.2 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βραχύβωλος, -ον (Α)
(για κτήμα) μικρός και με λίγο χώμα, άγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + βώλος «μικρός όγκος χώματος σε οργωμένη γη
τμήμα γης, χωράφι» (πρβλ. δύσβωλος, πολύβωλος)].

Greek Monotonic

βρᾰχύβωλος: -ον, αυτός που έχει μικρούς ή ολίγους (σ)βώλους χώματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύβωλος: малоземельный: β. χέρσος Anth. маленький клочок земли.

Middle Liddell

with small or few clods, Anth.