δυσκάθεκτος

From LSJ
Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Ἕωθεν προλέγειν ἑαυτῷ: συντεύξομαι περιέργῳ, ἀχαρίστῳ, ὑβριστῇ, δολερῷ, βασκάνῳ, ἀκοινωνήτῳ: πάντα ταῦτα συμβέβηκεν ἐκείνοις παρὰ τὴν ἄγνοιαν τῶν ἀγαθῶν καὶ κακῶν. → When you wake up in the morning, tell yourself: The people I deal with today will be meddling, ungrateful, arrogant, dishonest, jealous, and surly. They are like this because they can't tell good from evil. | Say to yourself in the early morning: I shall meet today inquisitive, ungrateful, violent, treacherous, envious, uncharitable men. All these things have come upon them through ignorance of real good and ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκάθεκτος Medium diacritics: δυσκάθεκτος Low diacritics: δυσκάθεκτος Capitals: ΔΥΣΚΑΘΕΚΤΟΣ
Transliteration A: dyskáthektos Transliteration B: dyskathektos Transliteration C: dyskathektos Beta Code: duska/qektos

English (LSJ)

ον, A hard to hold in, ἵπποι X.Mem.4.1.3 (Sup.); πλήθη Plu.Num.4: metaph., Corn.ND30; πλοῦτος Luc.Tim.29 (s.v.l., al. δυσκάτοχος); hard to keep in mind, retain, Plu.2.408b.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zurückzuhalten, zu bändigen, von Pferden u. Menschen; Xen. Mem. 4, 1, 3; superl., 4; πλῆθος Plut. Num. 4; ὁρμή Amat. 4; πλοῦτος Luc. Tim. 29.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκάθεκτος: -ον, δυσκόλως κατεχόμενος, συγκρατούμενος, ἵπποι Ξεν Ἀπομν. 4. 1, 3, Πλούτ. Νουμ. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à contenir, fougueux, effréné.
Étymologie: δυσ-, κατέχω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de sujetar, reprimir o gobernar ἵπποι X.Mem.4.1.3, cf. Chrys.M.48.846, Them.in de An.38.9, πλήθη Plu.Num.4, τὸν δῆμον ... τῇ βουλῇ δυσκάθεκτον ὄντα Plu.Cat.Ma.27, ἔθνη δυσκάθεκτα καὶ μαχόμενα καθάπερ ζῷα Plu.2.330b
de pers. y dioses δυσκάθεκτόν τι καὶ ὁρμητικὸν ἐχόντων (τῶν Σατύρων) Corn.ND 30, τοὺς δυσκαθέκτους πρὸς τὰ δεινὰ καὶ θυμοειδεῖς Plu.2.31d, νέοι, καὶ δυσκάθεκτοι ταῖς ὁρμαῖς Gr.Naz.M.36.513D, cf. Basil.M.31.912A, 181C
fig. de abstr. δυσκάθεκτον πρᾶγμα algo difícil de reprimir ref. a los insultos, Plu.2.810e, ἡ πολιτεία Plu.Luc.38, πόθος Gr.Naz.M.37.948A, ἐπιθυμίαι Basil.M.32.1380C, ὁρμαί Basil.Ep.2.2
neutr. subst. dificultad de reprimir c. gen. τὸ δ. τῆς ὀργῆς Basil.Ep.25.2
medic. difícil de sujetar, retener, contener τὰ ἔντερα ... ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ Gal.10.412, χυμός Gal.19.489.
2 fig. difícil de retener en la memoria, un oráculo, Plu.2.408b.

Greek Monolingual

δυσκάθεκτος, -ον (AM)
αυτός που δύσκολα συγκρατείται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα συγκρατείται στον νου
2. (για πλούτο) αυτός που δύσκολα διαφυλάσσεται.

Greek Monotonic

δυσκάθεκτος: -ον (κατέχω), αυτός που δύσκολα συγκρατιέται, ασυγκράτητος, ορμητικός, ἵπποι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσκάθεκτος: с трудом сдерживаемый, неудержимый, неукротимый (ἵππο; Xen.; πλήθη, ζῷα, ὁρμή Plut.).

Middle Liddell

δυσ-κάθεκτος, ον κατέχω
hard to hold in, ἵπποι Xen.