εὐάρμοστος

From LSJ
Revision as of 11:59, 18 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάρμοστος Medium diacritics: εὐάρμοστος Low diacritics: ευάρμοστος Capitals: ΕΥΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: euármostos Transliteration B: euarmostos Transliteration C: evarmostos Beta Code: eu)a/rmostos

English (LSJ)

ον, (ἁρμόζω) A well-joined, harmonious, κάλαμοι E.El.702 (lyr.); μέλος, ὄνομα, Pl.Lg.655a, Cra.405a. II of men, well-tempered, Hp.Epid. 2.6.1; accommodating, harmonious, πρὸς ἅπαντα τὴν ἕξιν τῆς ψυχῆς εὐ. ἔχειν Isoc.12.32; εὐ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχων Pl.R.413e: Comp. and Sup., Id.Prt.326b, R.412a; τὸ εὐάρμοστον = εὐαρμοστία, Ph.1.5. Adv. εὐαρμόστως, ἔχειν πρός τι Isoc.11.12, cf. Ruf. ap. Orib.7.26.135; ἀπηκριβῶσθαι Ph.1.33.

German (Pape)

[Seite 1057] gut gefügt, κάλαμοι Eur. El. 702; schön componirt, Arist. Eth. eudem. 3, 2; wohl passend, sich gut fügend, schickend, ὄνομα, μέλος, σχῆμα, Plat. Crat. 405 a Legg. II, 655 a; ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν, sich in Alles schicken, Rep. III, 413 e; πρός τι, Isocr. 12, 32; Pol. 21, 5, 5 u. Sp. – Adv., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι, Isocr. 11, 12.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάρμοστος: -ον, (ἁρμόζω) καλῶς ἡρμοσμένος, ἁρμονικός, κάλαμοι Εὐρ. Ἠλ. 702· μέλος, ὄνομα Πλάτ. Νόμ. 655Α, Κρατ. 405Α. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ καλῶς συμμορφούμενος εἴς τι, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, πρὸς ἅπαντα Ἰσοκρ. 239C· εὐάρμ. ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Πλάτ. Πολ. 413Ε· - Συγκριτ. καὶ Ὑπερθετ. Πλάτ. Πρωτ. 326Β, Πολ. 412Α· τὸ εὐάρμ. = εὐαρμοστία, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 178D· - Ἐπίρρ., εὐαρμόστως ἔχειν πρός τι Ἰσοκρ. 223Ε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien ajusté, qui s’accorde bien, harmonieux ; πρός τι, τινι qui se plie ou se prête facilement à qch;
Cp. εὐαρμοστότερος, Sp. εὐαρμοστότατος.
Étymologie: εὖ, ἁρμόττω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐάρμοστος, -ον)
1. αυτός που είναι καλά προσαρμοσμένος, ο ευκολοπροσάρμοστος, ο ευκολοταίριαστος, ο αρμονικός
2. αυτός που ταιριάζει καλά με κάποιον άλλο, ταιριασμένος («ευάρμοστο ζεύγος νεονύμφων»)
αρχ.
1. αυτός που συμμορφώνεται εύκολα σε κάτι
2. αρμόδιος, επιτήδειος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐάρμοστον
η ευαρμοστία.
επίρρ...
ευαρμόστως και ευάρμοστα (ΑΜ εὐαρμόστως)
με καλή, τέλεια αρμογή, αρμονικά, ταιριασμένα
μσν.
επιτήδεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αρμοστός (< αρμόζω)].

Greek Monotonic

εὐάρμοστος: -ον (ἁρμόζω),
I. καλά συνδεδεμένος, αρμονικός, σε Ευρ., Πλάτ.
II. λέγεται για ανθρώπους, βολικός, καλόβολος, επιτήδειος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάρμοστος:
1) слаженный, хорошо подобранный (κάλαμοι Eur.);
2) стройный, гармоничный (μέλος Plat.);
3) подходящий (ὄνομα Plat.);
4) приспособленный, пригодный (πρός τι Isocr., Polyb., Plut. и τινι Plut.): εὐάρμοστον ἑαυτὸν ἐν πᾶσι παρέχειν Plat. приноравливаться ко всему.

Middle Liddell

εὐάρμοστος, ον ἁρμόζω
I. well-joined, harmonious, Eur., Plat.
II. of men, accommodating, Plat.