περιπρό

From LSJ
Revision as of 15:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπρό Medium diacritics: περιπρό Low diacritics: περιπρό Capitals: ΠΕΡΙΠΡΟ
Transliteration A: peripró Transliteration B: peripro Transliteration C: peripro Beta Code: peripro/

English (LSJ)

Adv. very, especially, Il.11.180, Call.Jov.86.

German (Pape)

[Seite 589] adv., gar sehr, besonders, vorzüglich, Il. 11, 180. 16, 699.

Greek (Liddell-Scott)

περιπρό: Ἐπίρρ., περιπρὸ γὰρ ἔγχεῑ θῦεν, «πάνυ γὰρ ἐνθουσιωδῶς ὥρμα πρὸ τῶν ἄλλων δόρατι» (Θ. Γαζῆς), «περισσῶς γὰρ καὶ ἐνθουσιωδῶς εἰς τοὔμπροσθεν ὥρμα» (Σχολ.), Ἰλ. Λ. 180, Π. 699· πρβλ. διαπρό, ἐπιπρό.

French (Bailly abrégé)

ou περὶ πρό;
adv.
tout à fait en avant, càd supérieurement, éminemment, extrêmement.

English (Autenrieth)

around and before, Il. 11.180 and Il. 16.699.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) επίρρ.
1. μπροστά και γύρω από κάτι
2. μτφ. πάρα πολύ, εξαιρετικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πρό με επίρρμ. χρήση «εμπρός»].

Greek Monotonic

περιπρό: επίρρ., πάρα πολύ, πρωτίστως, ιδιαιτέρως, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

περιπρό: adv. тж. раздельно вокруг и впереди: π. ἔγχεϊ θῦεν Hom. (Атрид) вокруг и впереди себя неистовствовал копьем.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπρό [περί, πρό] adv., buitengewoon.

Middle Liddell

very much, especially, Il.