προκατακαίω
English (LSJ)
A burn before, D.C.60.34; of soldiers, burn all before them, X.An.1.6.2.
German (Pape)
[Seite 728] (s. καίω), vorher verbrennen, D. Cass. 60, 34; vorausgehen und verbrennen, Xen. An. 1, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
προκατακαίω: κατακαίω πρότερον, Δίων Κ. 60. 34· ἐπὶ στρατιωτῶν, κατακαίω πᾶν ὅ,τι συναντήσω ἐνώπιόν μου, Ξεν. Ἀνάβ. 1. 6, 2.
French (Bailly abrégé)
f. προκατακαύσω, ao. προκατέκηα;
brûler (tout) avant (l’arrivée de l’armée).
Étymologie: πρό, κατακαίω.
Greek Monolingual
Α
1. κατακαίω εκ τών προτέρων
2. (για στρατιώτες) προχωρώ και κατακαίω καθετί που θα συναντήσω μπροστά μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κατακαίω «καίω ολοκληρωτικά»].
Greek Monotonic
προκατακαίω: μέλ. -καύσω, καίω τα πάντα από πριν, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κατακαίω bij het voorttrekken het land platbranden.
Russian (Dvoretsky)
προκατακαίω: v.l. πρωχατακάω сжигать впереди (себя): οἱ προκατακαίοντες ἱππεῖς Xen. конные разъезды, предающие все огню.