προπράσσω
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
Att. προπράττω, A do before, τὰ συμφέροντα τῷ δήμῳ D.C.52.13:—Pass., τὰ προπεπραγμένα Arist.Po.1455b30, Luc.Jud.Voc.2; τὰ προπραχθέντα LXX 1 Es.1.33. II exact, χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς A.Ch. 834(lyr.).
German (Pape)
[Seite 741] att. -ττω, vorher od. eher thun, als ein Anderer; Aesch. Ch. 821; τοῖς προπεπραγμένοις ἀεί τι μεῖζον προστιθέν, Luc. iud. voc. 2.
Greek (Liddell-Scott)
προπράσσω: Ἀττ. -ττω, πράττω πρότερον, τι Δίων Κ. 52. 13· τὰ προπεπραγμένα Ἀριστ. Ποιητ. 18. 3, Λουκ. Δίκη Φων. 2. ΙΙ. ἐκτελῶ πρῶτον, προπράσσων χάριτας ὀργᾶς λυγρᾶς Αἰσχύλ. Χο. 834 (ἴδε Ἕρμανν. ἐν τόπῳ)
French (Bailly abrégé)
faire auparavant ou avant qqn.
Étymologie: πρό, πράσσω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προπράττω Α
1. κάνω κάτι προηγουμένως
2. εκτελώ κατά πρώτον («προπράσσων χάριτας ὀργᾱς λυγρᾱς», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
προπράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω·
I. κάνω εκ των προτέρων, σε Αριστ., Λουκ.
II. επιβάλλω, εκτελώ, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
προπράσσω: атт. προπράττω делать (за)ранее: π. χάριτάς τινι Aesch. осчастливить кого-л.; τὰ προπεπραγμένα Arst. прежние действия или события, ранее случившиеся.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προπράσσω Ion. voor προπράττω.
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
I. to do before, Arist., Luc.
II. to exact, Aesch.