προσαποτίνω

From LSJ
Revision as of 10:00, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ," to ",")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαποτίνω Medium diacritics: προσαποτίνω Low diacritics: προσαποτίνω Capitals: ΠΡΟΣΑΠΟΤΙΝΩ
Transliteration A: prosapotínō Transliteration B: prosapotinō Transliteration C: prosapotino Beta Code: prosapoti/nw

English (LSJ)

[ῐ], fut. -τείσω, A pay besides, μισθόν Pl.Lg.945a, cf. PEleph.1.11 (iv B.C.), Abh. Berl.Akad.1925(5).29 (Cyrene, i B.C./i A.D.); τόκους Men.235.9; χρήματά τινι Dius ap.J.AJ8.5.3; opp. -δίδωμι, Hyp.Eux.17.

German (Pape)

[Seite 751] (s. τίνω), noch dazu zahlen od. büßen, προσαποτισάτω μισθόν Plat. Legg. XII, 845 a, u. Sp. Vgl. προσαποτιμάω.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποτίνω: [ῐ], μέλλ. -τίσω [ῑ], ἀποτίνω, πληρώνω προσέτι, μισθὸν Πλάτ. Νόμ. 945Α· οὗτοι προσαποτίνουσι τοῦ χρόνου τόκους Μένανδρ. ἐν «Θησαυρῷ» 1. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ -δίδωμ, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξ. ΙΙΙ. 17, Blass.

French (Bailly abrégé)

payer ou acquitter en outre.
Étymologie: πρός, ἀποτίνω.

Greek Monolingual

Α
πληρώνω κάτι ακόμη («ὁ δὲ ὄφλων τὴν δίκην... προσαποτισάτω μισθόν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποτίνω «πληρώνω, αποδίδω κάτι που οφείλεται»].

Greek Monotonic

προσαποτίνω: [ῐ], μέλ. -τίσω [ῑ], πληρώνω επιπλέον, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποτίνω ook nog betalen.

Russian (Dvoretsky)

προσαποτίνω: (ῑ) сверх того платить (μισθόν Plat.; τόκους Men.).

Middle Liddell

fut. -τίσω
to pay besides, Plat.