προώλης
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ες, (ὄλλυμι) A utterly destroyed or ruined, ἐξώλης καὶ π. D.19.172, cf. 18.324, Ael.Fr.325, Ἀρχ. Δελτ. ΙΙ παρ. 20 (Lesbos, πρωώλ-).
German (Pape)
[Seite 801] ες, vorher verdorben, unglücklich, ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ προώλης Dem. 19, 172, u. in derselben Vrbdg 18, 324.
Greek (Liddell-Scott)
προώλης: -ες, (ὄλλυμι) κατεστραμμένος προηγουμένως, ἄξιος νὰ χαθῇ κακὸς κακῶς προώρως, ἐξώλης καὶ πρ. (ἴδε ἐξώλης) Δημ. 395. 7, πρβλ. 332· 22· ἄβιος καὶ πρ. σὺν τῷ σπέρματι ἀποθάνοι Συλλ. Ἐπιγρ. 3915. 47, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. σοβαρόν.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
entièrement perdu, anéanti.
Étymologie: πρό, ὄλλυμι.
Greek Monolingual
-ες / προώλης, -ῶλες, ΝΑ, και λεσβιακός τ. πρωώλης, -ῶλες, Α
φρ. «εξώλης και προώλης» — ολωσδιόλου διεφθαρμένος στην ψυχή και στο σώμα
αρχ.
τελείως κατεστραμμένος, αφανισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -ώλης (< ὄλλυμι «καταστρέφω»), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. εξ-ώλης, παν-ώλης)].
Greek Monotonic
προώλης: -ες (ὄλλυμι), κατεστραμμένος από πριν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προώλης: совершенно погибший, уничтоженный (только в клятвенной формуле): ἐξώλης ἀπολοίμην καὶ π.! Dem. да погибну я и пропаду бесследно!
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προώλης -ες [πρό, ὄλλυμι] vernietigd:. ἐξώλης καὶ προώλης met wortel en tak uitgeroeid Dem. 19.172.
Middle Liddell
προ-ώλης, ες ὄλλυμι
ruined beforehand, Dem.