Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκαπτήρ

From LSJ
Revision as of 17:55, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαπτήρ Medium diacritics: σκαπτήρ Low diacritics: σκαπτήρ Capitals: ΣΚΑΠΤΗΡ
Transliteration A: skaptḗr Transliteration B: skaptēr Transliteration C: skaptir Beta Code: skapth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, digger, Margites 2, X.ap.Poll.7.148.

German (Pape)

[Seite 889] ῆρος, ὁ, der Grabende, Xen. bei Poll. 7, 148.

Greek (Liddell-Scott)

σκαπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ σκάπτων, Ὅμ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 6. 7, 2.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
tout homme qui creuse la terre (vigneron, etc.).
Étymologie: σκάπτω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, θηλ. σκάπτειρα, Α
αυτός που σκάβει, σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαπ- του σκάπτω (βλ. λ. σκάβω) + επίθημα -τήρ / -τειρα (πρβλ. θρεπ-τήρ / θρέπ-τειρα)].

Greek Monotonic

σκαπτήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που σκάβει, σκαπανέας, σκαφτιάς, σε Όμηρ. (χωρίο που παρατίθεται στον Αριστ.).

Russian (Dvoretsky)

σκαπτήρ: ῆρος ὁ вскапыватель, землекоп Hom., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαπτήρ -ῆρος, ὁ [σκάπτω] graver, spitter.

Middle Liddell

σκαπτήρ, ῆρος, ὁ,
a digger, delver, Hom. ap. Arist.