φιλύρα
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
English (LSJ)
[ῠ], Ion. φῐλύ-ρη, ἡ, A lime tree, Tilia platyphyllos, Hdt.4.67, Thphr.HP1.12.4, al., Dsc.1.96, Corn.ND24. 2 φ. ἄρρην, = φιλυρέα, and φ. θήλεια silver lime, Tilia tomentosa, Thphr.HP3.10.4. II the bass underneath its bark, used for writing on, Gal.18(2).630, Hdn.1.17.1, D.C.72.8; for garlands, φιλύρας . . ἄφυλλος στέφανος Xenarch.13.
German (Pape)
[Seite 1289] ἡ, ion. φιλύρη (φίλυρα ist falsche Betonung), – 1) die Linde; Her. 4, 67; Theophr. – 2) der Bast unter der Rinde, wovon Papier gemacht, Matten geflochten, Kränze geknüpft wurden.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλύρα: [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ ἄνθος «τίλιον», «ψελιουριὰ» ἐν Θράκῃ νῦν, κοινῶς «φλαμοῦρι», Λατ. tilia, Ἡρόδ. 4. 67, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 4, κλπ. ΙΙ. τὸ ὑπένδυμα τὸ ὑποκάτω τοῦ φλοιοῦ, χρησιμεῦον πρὸς γραφὴν ἀντὶ χάρτου, Ἡρῳδιαν. 1. 17, Δίων Κάσσ. 72. 8· ἢ πρὸς κατασκευὴν στεφάνου, φιλύρας εἶχε γὰρ ὁ παῖς ἄφυλλον στέφανον ἀμφικείμενον Ξέναρχ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, πρβλ. Horat. Od. 1. 38·
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
tilleul, arbre.
Étymologie: DELG étym. non établie.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και ιων. τ. φιλύρη Α
κοινή και λόγια ονομασία τών αυτοφυών στην Ελλάδα και, κατ' επέκταση, όλων τών ειδών δένδρων του γένους τιλία, τα οποία είναι γνωστά με την κοινή ονομασία φλαμουριά και από τα άνθη τών οποίων παρασκευάζεται το γνωστό αφέψημα τίλιο
αρχ.
το κάτω από τον φλοιό τών δένδρων αυτών στρώμα, που χρησίμευε ως χαρτί για γραφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. Κατά μία άποψη, η λ. φιλύρα είναι σύνθ., με α' συνθετικό τη λ. φίλος και β' συνθετικό τον τ. ὕρον
σμῆνος, που παραδίδει ο Ησύχ., και το δένδρο αυτό ονομάστηκε έτσι λόγω του ότι τα άνθη του προσελκύουν τις μέλισσες (για τη σημασιολογική σχέση τών τ. πρβλ. τα ακόλουθα ζεύγη: λατ. apium «σέλινο»: apis «μέλισσα», γερμ. Bienen-baum, ονομασία δένδρου: Biene «μέλισσα»)].
Greek Monotonic
φῐλύρα: [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ, το δέντρο φλαμουριά ή φιλύρα, Λατ. tilia, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
φῐλύρα: ион. φιλύρη (ῠ) ἡ бот. липа Her.
Middle Liddell
φῐλῠ́ρα, ιονιξ -ρη, ἡ,
the lime or linden tree, Lat. tilia, Hdt.
Frisk Etymology German
φιλύρα: {philúra}
Forms: ion. -ρη
Grammar: f.
Meaning: Linde, Tilia, Lindenbast (Hdt., Thphr., Gal. u.a.).
Derivative: Davon φιλυρέα f. Steinlinde, Phillyrea media (Thphr.; nach πτελέα u.a.), -ιον n. Täfelchen von Lindenholz (Ael.), -ινος linden, von Lindenholz (Hp., Ar., D. C. u.a.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Hypothese von Strömberg Pflanzenn. 119: aus φίλος und ὕρον Bienenschwarm (s. ὕραξ) wegen der Anziehungskraft der Linde auf die Bienen; vgl. lat. apium Eppich (: apis), nhd. Bienenbaum Acer campestre und die übrigen Ausführungen bei Strömberg a. O. — Der europäische Lindenbaum kommt in Griechenland nicht vor; nur im Norden der Balkanhalbinsel, namentlich auf den makedonischen Bergen, erscheint die von Thphr. HP 3, 10 beschriebene Silberlinde (s. Schrader-Nehring Reallex. 2, 12 m. Lit.).
Page 2,1020