ὑποθημοσύνη

From LSJ
Revision as of 13:30, 14 September 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " in pl." to " in plural")

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποθημοσύνη Medium diacritics: ὑποθημοσύνη Low diacritics: υποθημοσύνη Capitals: ΥΠΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: hypothēmosýnē Transliteration B: hypothēmosynē Transliteration C: ypothimosyni Beta Code: u(poqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A advice, counsel, warning, in plural, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Il.15.412, Od.16.233: also in later Ep., A.R.2.1146, cf. Afric. Cest.38, etc.: sg., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ X.Mem.1.3.7, cf. Luc.Astr.1.

German (Pape)

[Seite 1218] ἡ, der Einem unter den Fuß od. an die Hand gegebene Rath, Ermahnung, Lehre; ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης, Il. 15, 412. 16, 233; auch in Prosa, Xen. Mem. 1, 3, 7; Luc. astrol. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποθημοσύνη: ἡ, ὑποθήκη, συμβουλή, παραίνεσις, ἐν τῷ πληθ., ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης Ἰλ. Ο. 412. Ὀδ. Π. 233· ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἐπικ. ἑνικ., Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 7, πρβλ. Λουκ. Ἀστρολ. 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
précepte, conseil.
Étymologie: ὑποθήμων.

English (Autenrieth)

(τίθημι): suggestion, counsels, pl., Il. 15.412 and Od. 16.233.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ ὑποθήμων
συμβουλή, υποθήκη
αρχ.
ηθική προσταγή, δίδαγμα.

Greek Monotonic

ὑποθημοσύνη: ἡ, υπόδειξη, πρόταση, έμμεση συμβουλή, παραίνεση ή νύξη, υπαινιγμός, προειδοποίηση, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (Επικ. δοτ. πληθ.), σε Όμηρ.· Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποθημοσύνη: ἡ назидание, наставление, совет Hom., Xen., Luc.

Middle Liddell

ὑποθημοσύνη, ἡ,
a suggestion, hint, warning, ὑποθημοσύνῃσιν Ἀθήνης (epic dat. pl.) Hom.; Ἑρμοῦ ὑποθημοσύνῃ Xen. [from ὑποθήμων