εἰκοσινήριτος

From LSJ
Revision as of 10:35, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰκοσῐνήρῐτος Medium diacritics: εἰκοσινήριτος Low diacritics: εικοσινήριτος Capitals: ΕΙΚΟΣΙΝΗΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eikosinḗritos Transliteration B: eikosinēritos Transliteration C: eikosiniritos Beta Code: ei)kosinh/ritos

English (LSJ)

ον, (εἴκοσιν, ἀρι- 'count', cf. ἀριθμός) , δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα a ten-, yea twentyfold ransom, Il.22.349.

Greek (Liddell-Scott)

εἰκοσινήριτος: -ον, μόνον ἐν Ἰλ. Χ. 349, εἰκοσινήριτ’ ἄποινα, εἰκοσαπλασίονα λύτρα, (ἐκ τοῦ νήριτος = νήριστος, δηλ. ἄνευ ἔριδος, ἀδιαφιλονεικήτως εἰκοσαπλάσια, ἕτεροι ἐκ τοῦ εἴκοσιν ἐρίζοντα, δηλ. ἐξισούμενα· κατὰ τὸν Σχολ. «εἰκοσάκις ἐξισούμενα τῇ τοῦ σώματος σωτηρίᾳ. τὸ γὰρ ἐρίζειν ἐξισοῦσθαί ἐστιν»).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
vingt fois innombrable, càd très grand.
Étymologie: εἴκοσι, νήριτος.

English (Autenrieth)

twenty-fold, Il. 22.349†.

Spanish (DGE)

(εἰκοσῐνήρῐτος) -ον
que vale veinte veces más c. el sent. aumentativo de que vale muchísimo más δεκάκις τε καὶ εἰ. ἄποινα Il.22.349.

Greek Monotonic

εἰκοσινήριτος: -ον, είκοσι φορές τόσος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

εἰκοσινήριτος: двадцать раз неисчислимый, т. е. несметный (ἄποινα Hom.).

Middle Liddell

εἰκοσι-νήριτος, ον
twenty-fold without dispute, Il.