ἔκδυμα
Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...
English (LSJ)
what is stripped off, skin, hide, remains f.l. in AP5.198 (Hedyl. ; leg. ἔνδυμα).
German (Pape)
[Seite 758] τό, das Ausgezogene, Hedyl. 1 (V, 199).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδυμα: τό, τὸ ἀφαιρούμενον ἢ ἀποβαλλόμενον, Ἀνθ. Π. 5. 199.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
dépouille.
Étymologie: ἐκδύω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Grafía: graf. ἔγδ- PSI 756.47
plu. prenda de vestir que se retira dejando al descubierto los pechos, de un sostén μαλακαὶ, μαστῶν ἐκδύματα, μίτραι AP 5.199.5 (Hedyl.)
•plu. despojos glos. a exuuiae de Virgilio PSI l.c., PNess.1.1020, Gloss.2.67
•sg. muda, camisa de la piel de la serpiente, Sud.δ 491, στέμφυλον· τὸ ἔ. τῆς σταφυλῆς del hollejo de la uva, Sud.s.u. στέμφυλον.
Greek Monolingual
το (AM ἔκδυμα)
ό,τι αφαιρείται ή αποβάλλεται, κυρίως το δέρμα, το πουκάμισο του φιδιού
μσν.
πτώμα.
Greek Monotonic
ἔκδῠμα: -ατος, τό, αυτό που αφαιρείται, αποβάλλεται, δέρμα, πετσί, τομάρι ζώου, ένδυμα, ρούχο, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκδῡμα: ατος τό покров (μαστῶν ἐκδύματα Anth.).
Middle Liddell
ἔκδῠμα, ατος, τό,
that which is stripped off, a skin, garment, Anth. [from ἐκδύω