ῥάζω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
= ῥύζω (q.v.), A snarl, as a dog, metaph. of men, Cratin. 25.
German (Pape)
[Seite 831] ῥύζω, 1) knurren, bellen, vom Hunde. ' – 2) übertr., widerbelfern, widersprechen, Cratin. bei Suid.
French (Bailly abrégé)
2seul. aux formes poét. suiv. : impér. ao.2ᵉ pl. ῥάσσατε;
Pass. pf. 3ᵉ pl. ἐρράδαται, pqp. 3ᵉ pl. ἐρράδατο;
c. ῥαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάζω: ῥύζω, (ὃ ἴδε), γρυλλίζω, ὑλακτῶ ὡς κύων, μεταφορ. ἐπὶ ἀνθρώπων, Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 3.
Greek Monolingual
Α
1. (για σκύλο) γρυλίζω ή γαυγίζω
2. μτφ. (για πρόσ.) φωνάζω δυνατά εναντίον κάποιου, εναντιώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί με ονοματοποιία όπως και τα συνώνυμα του ρύζω και ἀράζω (II)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to growl, to grouch, prop. of a dog; secondar. of men (Cratin. 25).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Perh. onomatop.; cf. ἀράζω and ῥύζω. On the anlaut Schwyzer 310 α Zus. Cf. ῥώχω.
Frisk Etymology German
ῥάζω: {rházō}
Grammar: v.
Meaning: knurren, murren, eig. vom Hunde; sekundär auf Menschen übertragen (Kratin. 25).
Etymology : Schallwort; vgl. ἀράζω und ῥύζω. Zum Anlaut Schwyzer 310 α Zus.
Page 2,638