προσεντείνω
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
A strain still more: only in phrase π. πληγάς τινι proceed or continue to heap blows on one, D.21.12; π. ἑτέρας Plu.2.237d, cf. Luc.Tim.47:—Pass., become more tense, Herod.Med. in Rh.Mus.58.71.
German (Pape)
[Seite 759] (s. τείνω), noch dazu, noch mehr ausspannen; πληγάς τινι, noch dazu Schläge geben, Dem. 21, 12; auch ohne πληγάς, Plut. instit. lacon. p. 251.
Greek (Liddell-Scott)
προσεντείνω: ἐντείνω ἔτι μᾶλλον, πρ. πληγάς τινι, δέρω τινὰ ἔτι μᾶλλον, Δημ. 528. 25· πρ. ἑτέρας Πλούτ. 2. 237D, πρβλ. Λουκ. Τίμ. 47.
French (Bailly abrégé)
ao. προσενέτεινα, etc.
étendre ou allonger encore : πληγάς τινι asséner de nouveaux coups ; προσεντείνειν ἑτέρας (s.e. πληγάς) PLUT m. sign.
Étymologie: πρός, ἐντείνω.
Greek Monolingual
Α ἐντείνω
1. τεντώνω κάτι περισσότερο («ἐπειδὴ νοσοῦντα πρῴην εἶδὲ με... πληγὰς ὁ γενναῖος προσενέτεινεν», Λουκ.)
2. φρ. «προσεντείνειν πληγάς τινι» — εξακολουθώ να δέρνω κάποιον.
Greek Monotonic
προσεντείνω: μέλ. -τενῶ, τεντώνω, εντείνω ακόμα περισσότερο, προσεντείνω πληγάς τινι, δέρνω κάποιον με περισσότερα χτυπήματα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
προσεντείνω: досл. сверх того вытягивать, перен. наносить (πληγάς τινι Dem., Luc., Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εντείνω intensiveren;. π. πληγάς τινι iem. een pak slaag geven Dem. 21.12.
Middle Liddell
fut. -τενῶ
to strain still more, πρ. πληγάς τινι to lay more blows on one, Dem.