ράδιος

From LSJ
Revision as of 16:08, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque

Greek Monolingual

και ῥαίδιος και ῥάδιος, -ία, -ον, και επικ. και ιων. τ. ῥηΐδιος και ῥῄδιος, -ίη, -ον, Α
1. εύκολος, ιδίως αυτός που γίνεται ή τελείται εύκολα («τάφρος... οὔτε περῆσαι ῥηιδίη», Ομ. Ιλ.)
2. προσφυής, κατάλληλοςῥᾴδια... ἤθεα», Ευρ.)
3. απερίσκεπτος, απρόσεκτος ή αμελήςῥᾴδιος τὸν τρόπον καὶ πρὸς πᾶσαν ἀδικίαν εὔκολος», Λουκιαν.)
4. (για πρόσ.) έτοιμος ή πρόθυμος για κάτι
5. φρ. α) «ῥᾴδιόν [ἐστι]» (με απαρμφ.)
i) είναι εύκολο να
ii) είναι ασήμαντο
β) «ἐκ ῥᾳδίας»
(με επιρρμ. σημ.) εύκολα
6. παροιμ. φρ. «φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον» — είναι αδύνατον να διορθωθεί ο κακός και διεστραμμένος χαρακτήρας.
επίρρ...
ῥᾳδίως ΜΑ, και αιολ. τ. βραϊδίως και επικ. και ιων. τ. ῥηϊδίως και ῥηδίως Α
1. με εύκολο τρόπο, ευχερώς («τοὺς σοὺς... μύθους ῥαδίως ἐγὼ φέρω», Ευρ.)
2. με ετοιμότητα ή με προθυμία
αρχ.
1. με απερισκεψία, με επιπολαιότηταὅπως μὴ ῥᾳδίως περὶ μεγάλων πραγμάτων... βουλεύσησθε», Θουκ.)
2. φρ. «οὐ ῥᾳδίως» — μόλις και με δυσκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ῥᾶ (Ι) / ῥῆα «εύκολα, χωρίς κόπο» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος)].