σταθμώ

From LSJ
Revision as of 16:01, 28 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

(I)
-άω και ιων. τ. -έω, Α στάθμη
1. μετρώ με τον κανόνα, εκτιμώ με μέτρηση («σταθμᾱτο... ἄλσος πατρί», Πίνδ.)
2. προσδιορίζω το βάρος ενός πράγματος, ζυγίζω («σταθμήσας... τὸ ὕδωρ κουφότερον πάντων εὗρον», Αθήν.)
3. (το μέσ.) σταθμῶμαι
α) βρίσκω με υπολογισμό την αξία ενός πράγματος ή καταλήγω σε κάποιο συμπέρασμα για κάτι (α. «αὐτὸ τὸ σῶμα ἔκρινε σταθμώμενον ταῖς χάρισι», Λουκιαν.
β. «εἰ χρή σι κἀμὲ μὴ συναλλάξαντα πω... σταθμᾶσθαι, τὸν βοτῆρ' ὁρᾱν δοκῶ», Σοφ.)
β) βεβαιώνω, πιστοποιώ κάτι ως μέτρο για χρήση
γ) αποδίδω βαρύτητα, σημασία σε κάτι.
(II)
-όω, Α στάθμη
(το μέσ.) σταθμοῦμαι, -όομαι
καταλήγω σε εκτίμηση, εξάγω συμπέρασμα.