επελαύνω Search Google

From LSJ
Revision as of 17:08, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source

Greek Monolingual

(AM ἐπελαύνω) ελαύνω
1. επιτίθεμαι έφιππος
2. επιτίθεμαι ορμητικά
αρχ.-μσν.
διέρχομαι, διασχίζω
αρχ.
1. οδηγώ κάπου («τὰς ἁμάξας ἐπελαύνουσι», Ηρόδ.)
2. τοποθετώ πάνω σε μια επιφάνεια μέταλλο σφυρηλατημένο σε πλάκες («ἐπὶ δ' ὄγδοον ἤλασε χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
3. σπρώχνω με τη βία («στέρνα θ' ὁμοῦ καὶ χεῖρας ἐπήλασαν»)
4. εξοκέλλω, πέφτω έξω
5. παθ. έρχομαι τελευταίος («το τε ἡγούμενον τοῦ τομέως ἐρωμένον ᾖ καὶ τὸ ἐπελαυνόμενον ἱκανόν», Ξεν.)
6. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει.