πολλαπλούς

From LSJ
Revision as of 15:14, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs)

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source

Greek Monolingual

-ή, -ούν / πολλαπλοῡς, -ῆ, -οῦν , ΝΜΑ, και πολλαπλός, -ή, -ό, Ν, πολλαπλόος, -όη, -όον, Α
αυτός που σύγκειται ή προκύπτει από πολλά, πολυμερής, πολυσύνθετος («πολλαπλά αντίγραφα»)
νεοελλ.
φρ. α) «πολλαπλή ηχώ»
(ακουστ.) ηχώ που επαναλαμβάνει τον ίδιο ήχο διαδοχικά δύο ή περισσότερες φορές
β) «πολλαπλή μεταβίβαση»
(επικοιν.) η χρησιμοποίηση κοινής τηλεπικοινωνιακής οδού για την πραγματοποίηση πολλών ταυτοχρόνως επικοινωνιών
γ) «πολλαπλή καλλιέργεια» — η διαδοχική ανάπτυξη δύο ή περισσότερων καλλιεργειών, της μιας μετά την άλλη, στον ίδιο αγρό μέσα σε ένα έτος
αρχ.
1. (για ανθρώπους) δόλιος, αυτός που δεν είναι ευθύς και απλός («οὐκ ἔστι διπλοῡς ἀνὴρ παρ' ἡμῑν οὐδὲ πολλαπλοῡς», Πλάτ.)
2. φρ. «πολλαπλοῦν ὄνομα» — πολυσύνθετο όνομα.
επίρρ...
πολλαπλώς / πολλαπλῶς ΝΜ
με πολλούς τρόπους, πολυτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλά- του πολύς (βλ. λ. πολύς) + -πλος].