Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δίβολος

From LSJ
Revision as of 09:55, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐβολος Medium diacritics: δίβολος Low diacritics: δίβολος Capitals: ΔΙΒΟΛΟΣ
Transliteration A: díbolos Transliteration B: dibolos Transliteration C: divolos Beta Code: di/bolos

English (LSJ)

ον, (βάλλω) A twice-thrown, δ. χλαῖνα a garment doubled and thrown over the shoulders, Poll.7.47, Hsch. II two-pointed, ἄκων E.Rh.374 (lyr.); περόνα AP6.282 (Theod.); in two pieces, ξύλον SIG2587.307: generally, redoubled, v. διόβολος. III δίβολον· φᾶρος διπλοῦν, Hsch.

German (Pape)

[Seite 614] 1) zweimal geworfen; χλαῖνα, ein weites, zweimal um den Leib reichendes Gewand, Poll. 7, 47; Hesych. – 2) zweispitzig; ἄκων Eur. Rhes. 351; περόνη Theodorid. 3 (VI, 282).

Greek (Liddell-Scott)

δίβολος: -ον, (βάλλω) ὁ δὶς ῥιπτόμενος, δ. χλαῖνα, ἐπανωφόριον διπλούμενoν καὶ ἐπὶ τῶν ὤμων ῥιπτόμενoν, Λατ. duplex paenula, Πολυδ. Ζʹ, 47, Ἡσύχ. ΙΙ. δύο ἔχων αἰχμάς, Εὐρ. Ρήσ. 374, Ἀνθ. Π. 6. 282· καθόλου, διπλοῦς.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à double pointe.
Étymologie: δίς, βάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 de doble punta, ἄκων E.Rh.374, ξύλα op. μονόβολα IG 22.1672.307 (IV a.C.), ἄγκυρα ξυλίνη ID 1412a.27, 1417A.1.163 (ambas II a.C.), περόνα AP 6.282 (Theodorus).
2 doble χλαῖναι Poll.7.47, Hsch.
subst. neutr. manto doble Hsch.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α -ος, -ον)
νεοελλ.
1. (για αγρό) αυτός που διβολίστηκε
2. διφορούμενος
αρχ.
1. διπλός
2. αυτός που έχει δύο αιχμές
3. το ουδ. ως ουσ. το δίβολον
κατά τον Ησύχιο «διπλοῦν φᾱρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -βολος < βόλος < βάλλω].

Greek Monotonic

δίβολος: -ον (δίς, βάλλω), αυτός που έχει δύο αιχμές, σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίβολος: о двух остриях, обоюдоострый (ἄκων Eur.; περόνη Anth.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj
Meaning: double pointed of halbert or a cloth
Derivatives: διβολία helbert (Ar.), cloth (Plu.); δοβολέω harrow (pap.)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: DELG compares βάλλω.

Middle Liddell

δί-βολος, ον adj [δίς, βάλλω
two-pointed, Eur., Anth.