παιωνίζω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
A chant the paean or chant the song of victory, SIG57.8, al. (Milet., v B. C.), GDIiv p.884 (Erythrae), Hdt.5.1, Ar.Eq.1318, Pax555, Th. 1.50 (Pass.), X.An.6.1.5, D.C.43.37, etc.; π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς D.18.287: c. acc. cogn., sing in triumph, ὀλολυγμὸν ἱρὸν… παιώνισον A.Th.268 (v.l. παιάνισον). II honour with paeans, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται (Med.) Philostr.VA5.4:— Pass., οὐδὲ παιωνίζεται (sc. ὁ Θάνατος) A.Fr.161.3. (The Att. and Ion. form παιωνίζω is found in most codd. of ll. cc. and of Th.2.91, 4.43,al.; παιανίζω in X.Smp.2.1, Pl.Ax.365b, Plb.3.43.8.)
German (Pape)
[Seite 444] = παιανίζω; Her. 5, 1; Ar. Equ. 1323 ἐπὶ καιναῖσιν δ' εὐτυχίαισιν παιωνίζειν τὸ θέατρον; bei Thuc. 2, 91 u. sonst v.l. für παιανίζω. – Das pass. παιωνίζεται Aesch. frg. 147; ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν Thuc. 1, 50. Vgl. Iac. Ach. Tat. p. 582.
Greek (Liddell-Scott)
παιωνίζω: ᾄδω παιᾶνα, ἢ ἐπινίκιον ὕμνον, Ἡρόδ. 5. 1, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1318, Θουκ. 4. 43, κλ.· π. ἐπὶ ταῖς τῶν Ἑλλήνων συμφοραῖς Δημ. 321. 17· μετὰ συστοίχ. αἰτ., ᾄδω ἐν θριάμβῳ, ὀλολυγμὸν ἱρόν.. παιάνισον (διάφορ. γραφὴ παιώνισον) Αἰσχύλ. Θήβ. 268· ὁ τύπος εἰς ᾱ ἀπαντᾷ καὶ παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀξιόχ. 364Ι, καὶ (ἐπὶ τῆς μετὰ τὸ δεῖπνον ᾠδῆς) ἐν Ξεν. Συμπ. 2, 1· - Παθ., Ὑπερσ. ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, εἶχε ψαλῆ ὑπ’ αὐτῶν ὁ παιάν, Θουκ. 1. 50. ΙΙ τιμῶ τινα διὰ παιάνων, τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιανίζονται (Μέσ.) Φιλοστρ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 328. 18. - Παθ., τιμῶμαι διὰ παιάνων, οὐδὲ παιωνίζεται (δηλ. ὁ θάνατος) Ἀσχύλ. Ἀποσπ. 156.
French (Bailly abrégé)
v. παιανίζω.
Étymologie: παιών.
Greek Monolingual
παιωνίζω (Α) παιών
1. ψάλλω παιάνα ή επινίκιο ύμνο, παιανίζω
2. τιμώ κάποιον ψάλλοντας παιάνα («τὸν θάνατον μόνοι ἀνθρώπων παιωνίζονται», Φιλόστρ.).
Greek Monotonic
παιωνίζω: μέλ. -σω (παιών = παιάν), ψάλλω παιάνα ή άσμα θριάμβου, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με σύστ. αντ., άδω σε θρίαμβο, σε Αισχύλ.· λέγεται για ωδή μετά το δείπνο, σε Ξεν. — Παθ. γʹ ενικ. υπερσ. που χρησιμοποιείται απρόσωπα, ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς, ο παιάνας είχε ψαλλεί από αυτούς, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
παιωνίζω: Her., Thuc., Aesch. = παιανίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιωνίζω en παιανίζω [παιών] de paean zingen; onpers. pass.: ἐπεπαιάνιστο αὐτοῖς ὡς ἐς ἐπίπλουν de paean als voor een aanval was al door hen gezongen Thuc. 1.50.5.
Middle Liddell
παιωνίζω, fut. -σω παιών = παιάν
to chant the paean or song of triumph, Hdt., Ar., etc.; c. acc. cogn. to sing in triumph, Aesch.; of an after-dinner song, Xen.: Pass., 3rd sg. imperf. used impersonally, ἐπεπαιώνιστο αὐτοῖς the paean had been sung by them, Thuc.