πτωσκάζω
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
English (LSJ)
poet. for sq., A crouch or cower for fear, Il.4.372.
German (Pape)
[Seite 812] poet. statt πτώσσω, in Furcht sein, sich aus Furcht verbergen od. fliehen, Il. 4, 372, wo alte v.l. πτωκάζω ist, die nur aus Ableitung von πτώξ entstanden zu sein scheint.
Greek (Liddell-Scott)
πτωσκάζω: ποιητ. ἀντὶ πτώσσω, συστέλλομαι μετὰ φόβου, Ἰλ. Δ. 372, ἔνθα ὁ Wolf καὶ ὁ Heyne ὀρθῶς ἀποδοκιμάζουσι τὴν διάφ. γραφ. πτωκάζω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
c. πτώσσω.
English (Autenrieth)
inf. -έμεν: crouch in fear, Il. 4.372†.
Greek Monolingual
και πτωκάζω Α
ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. του ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.].
Greek Monotonic
πτωσκάζω: ποιητ. αντί πτώσσω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
πτωσκάζω: (inf. πτωσκαζέμεν) пугаться, робеть Hom.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτωσκάζω [~ πτώσσω] alleen praes., uit angst wegkruipen.