ἀσύμφορος
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
English (LSJ)
Att. ἀξ-, ον, A inconvenient, prejudicial, φυτοῖσιν Hes.Op.782, cf. Hp.Acut.56, Antipho 2.1.10, Th.3.40; ἔς τι Id.1.32; πρός τι Id.2.91: Sup., E.Tr.491; ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν D.19.2. Adv. -ρως, ἔχειν X.HG6.3.1; ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21.
German (Pape)
[Seite 380] nicht zuträglich, nicht nützlich, Hes. O. 780; superl. Eur. Tr. 491; oft Prosa, Thuc. 1, 32 Antipho. II α 10 Dem. 24, 25; neben ἀνωφελής Plat. Crat. 147 d; bes. ποιεῖν, συμβουλεύειν.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφορος: παλ. Ἀττ. ἀξύμφορος, ὁ μὴ συμφέρων, ἀνωφελής, ἀπρόσφορος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 780: μετὰ δοτ. μὴ συντελῶν πρός τι, ἐναντίος εἴς τι, βλαπτικός, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 393, Εὐρ. Τρῳ. 491, Ἀντιφῶν 116. 11, Θουκ. 3. 40. ἔς τι ὁ αὐτ. 1. 32· πρός τι ὁ αὐτ. 2. 91: Ὑπερθ., ἀσυμφορώτατον ὑμῖν ἔθος εἰσάγειν Δημ. 341. 20. - Ἐπίρρ. -ρως Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 1, Ἀριστ. Πολ. 5. 8, 13.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inutile, nuisible;
Sp. ἀσυμφορώτατος.
Étymologie: ἀ, σύμφορος.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): át. ἀξύμφορος Th.3.40
I 1no conveniente, no ventajoso e.e. perjudicial gener. c. dat. φυτοῖσι Hes.Op.782, τοῖς σπλάγχνοις Hp.Acut.56, ἃ δ' ἐστὶ γήρᾳ τῷδ' ἀσυμφορώτατα lo que es lo más intolerable para la vejez E.Tr.491, ὑμῖν Antipho 2.1.10, τῇ ἀρχῆ Th.l.c., τῷ ἥττονι Pl.R.367c, αὐτῷ X.Cyr.5.2.24, ἐλαίῳ Plu.2.702c, ἡμῖν 2Ep.Clem.6.1, τῷ βίῳ Hom.Clem.4.14, ἐκείνοις D.Chr.7.108, ἀγαθοῖς Plot.3.2.13
•c. régimen prep. ἀ. ἐς τὰ αὐτῶν ἡμέτερα perjudicial para nuestros intereses Th.1.32, ἀσύμφορον δρῶντες πρὸς τὴν ... ἀντεξόρμησιν Th.2.91
•c. inf. ἔστιν ὁ λόγος ... ῥηθῆναι δ' οὐκ ἀ. la respuesta es útil de dar Isoc.15.115, cf. Pl.Cra.417d
•abs. μοῦσάν τιν' ἄτοπον εἰσάγεις, ἀσύμφορον E.Fr.184, ἔργον Gorg.B 11a.25, πόλεμος Isoc.15.117, μὴ ... ἀσύμφορον ... ᾖ para que no sea perjudicial Aen.Tact.24.18, τὰ κακά Chrysipp.Stoic.3.22, αὐτὸ πράττειν ἀσύμφορον ἡγεῖτο Plb.2.47.7, ἵνα ... ἀ. γείνηται μηδέν IG 22.1062.10 (I a.C.), ἔλεος Plu.2.60e, φυγή D.Chr.13.8, βούλευμα D.C.40.20.2, εἱρμός Aristid.Quint.133.3, cf. Hsch.
•subst. plu. τὰ ἀσύμφορα los daños Democr.B 4, τὰ αὑτοῖς ἀσύμφορα Pl.R.340b, συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων βλέψις la consideración de lo útil y lo perjudicial Epicur.Ep.[4] 130.2.
2 de alimentos mal combinados, mal mezclados ἀλλήλοισιν Hp.Vict.2.42.
3 absurdo, irracional σωτηρία Iust.Phil.Fr.107p.38.
II adv. -ως sin utilidad τὰ δὲ ἀ. ἔχειν ἐλογίζοντο X.HG 6.3.1, cf. 6.5.51, ἀ. ζῆν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1308b21, πράσσειν ἀ. D.Chr.14.18.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀσύμφορος, -ον, Α και ἀξύμφορος) συμφέρω
1. αυτός που δεν συμφέρει, ανώφελος, επιζήμιος
2. ο ακατάλληλος
αρχ.-μσν.
παράλογος.
Greek Monotonic
ἀσύμφορος: αρχ. Αττ. ἀ-ξύμφορος, -ον, αυτός που δεν συμφέρει, απρόσφορος, ανώφελος, σε Ησίοδ.· με δοτ., ακατάλληλος για κάτι, επιβλαβής, σε Ευρ., Θουκ.· επίσης, ἔς ή πρός τι, στον ίδ.· επίρρ., -ρως, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμφορος: староатт. ἀξύμφορος 2 неподходящий, непригодный, вредный, опасный (τινι Hes., Eur., Dem., ἔς и πρός τι Thuc.).
Middle Liddell
inconvenient, inexpedient, useless, Hes.: c. dat. inexpedient for, prejudicial to, Eur., Thuc.; also ἔς or πρός τι Thuc.:— adv. -ρως, Xen.
English (Woodhouse)
harmful, injurious, malign, mischievous, ruinous, unprofitable, unsuitable