ὑδατοθρέμμων
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, nurtured and living in water, ἰχθῦς Emp.21.11, 23.7 [with ῡ, in dact. verse].
German (Pape)
[Seite 1172] ονος, vom Wasser, im Wasser genährt, wachsend, lebend, ἰχθύς, Empedocl. 78. 88, wo in der Vershebung υ lang gebraucht ist.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδᾰτοθρέμμων: -ον, ὁ τρεφόμενος καὶ ζῶν ἐν τῷ ὕδατι, ἰχθὺς Ἐμπεδ. 130 [μετὰ ῡ, ἐν δακτυλικῷ στίχῳ].
Greek Monolingual
-ον, Α
(για ψάρι) αυτός που τρέφεται και αυξάνεται μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδωρ, ὕδατος + -θρέμμων (< θ. θρέπ- του τρέφω, πρβλ. θρεπ-τός + κατάλ. -μων), πρβλ. βιο-θρέμμων, ολβο-θρέμμων].
Russian (Dvoretsky)
ὑδᾰτοθρέμμων: 2, gen. ονος (ῡ!) τρέφω обитающий в воде (ἰχθύς Emped. ap. Arst.).