παραλείφω
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
English (LSJ)
A bedaub with ointment, τὰ βλέφαρα Ar.Ec.406; σιάλῳ π. τινά Arist.Rh.1407a8.
German (Pape)
[Seite 487] (s. ἀλείφω), daneben, an der Seite salben; σαυτοῦ παρ. τὰ βλέφαρα, Ar. Eccl. 406; Arist. rhet. 3, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἀλείφω ὀλίγον, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 406· ὡς τὸ «πασαλείφω», ὁ Δημοκράτης εἴκασε τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις, ‛αἱ τῷ ψώμισμα καταπίνουσαι, τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσι’ Ἀριστ. Ρητ. 3. 4, 3.
French (Bailly abrégé)
enduire le bord de, acc. ; en gén. enduire.
Étymologie: παρά, ἀλείφω.
Greek Monolingual
Α
αλείφω λίγο, πασσαλείφω.
Greek Monotonic
παρᾰλείφω: μέλ. -ψω, επαλείφω, απλώνω αλοιφή, πασαλείφω, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
παρᾰλείφω: подмазывать, обмазывать (τὰ βλέφαρα Arph.; σιάλῳ τινά Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρ-αλείφω insmeren.