κένωσις
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
εως, ἡ, A emptying, depletion, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα… κενώσεις τινές εἰσι…; Pl.R.585b, cf. Phlb.35b, BGU904.13 (ii A.D.): —poet. κενέωσις, πόντου κ. ἀνὰ πέδον Pi.Fr.107.12: metaph., κένωσις βίου Vett.Val.190.30; κ. τοῦ γιγνώσκειν Iamb.Comm.Math.11. 2 Medic., evacuation, Hp.Aph.2.8, interpol.in Dsc.2.50; κ. τῶν οἰκείων, opp. κάθαρσις τῶν ἀλλοτρίων, Gal.18(2).134. b depletion, low diet, opp. πλήρωσις, Hp.VM9, cf. Art.49; κ. σίτου ib.50. 3 of the moon, waning, opp. πλήρωσις, Epicur.Ep.2p.40U.
German (Pape)
[Seite 1419] ἡ, das Ausleeren, die Ausleerung, Leere, Ggstz πλήρωσις, Plat. Phil. 42 c, πλησμονή, Conv. 186 c; οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Rep. IX, 585 a; oft bei den Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κένωσις: -εως, ἡ, τὸ κενοῦν, τὸ εἶναι κενόν, οὐχὶ πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσι...; Πλάτ. Πολ. 585Α, πρβλ. Φίληβ. 35Β· ποιητ. κενέωσις, πόντου κ. ἐπὶ πέδον Πινδ. Ἀποσπ. 74. 9. 2) ἐλάττωσις τοῦ αἵματος, πενιχρὰ δίαιτα, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11, πρβλ. π. Ἄρθρ. 816· κ. σίτου ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 817.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vacuité, état d’un corps vide.
Étymologie: κενόω.
Greek Monotonic
κένωσις: -εως, ἡ (κενόω), άδειασμα, εκκένωση, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κένωσις: εως ἡ тж. pl.
1) опоражнивание (τοῦ σώματος Plat., Plut.; πληρώσεις καὶ κενώσεις Plat.);
2) пустота (πεῖνα καὶ δίψα κενώσεις τινές εἰσι τῆς περὶ τὸ σῶμα ἕξεως Plat.; κένωσιν πολλὴν ποιεῖν Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κένωσις -εως, ἡ [κενόω] poët. κενέωσις leegte, gebrek aan iets:. πεῖνα καὶ δίψα... κενώσεις τινές εἰσιν honger en dorst zijn een soort leegten Plat. Resp. 585b. geneesk. lediging, lozing:; κενώσιος δεῖται (het lichaam) behoeft lediging HP. Aph. 2.8; lege maag:. πολλὰ κακά... καὶ ἀπὸ κενώσιος veel narigheid is ook te wijten aan een lege maag Hp. VM 9.
Middle Liddell
κένωσις, εως κενόω
an emptying, Plat.