ἀειθαλής
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
ές, A evergreen, AP7.195 (Mel.), 12.256 (Mel.); δένδρα Chor.p.87 B.: metaph., ever-blooming, Χάριτες Orph.H.60.5; νέος (of Γάμος personified) Men.Rh.p.404S.; τὸ ἀ. τῶν φύλλων Dsc.4.88.
German (Pape)
[Seite 39] immer grün, Mel. 2 (XII, 256); Nic. Ih. 564, u. a. sp. D. – Nic. Th. 538 hat auch ἀειθάλλουσα, was getrennt zu schreiben.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειθᾰλής: -ές, ὁ πάντοτε θάλλων, Ἀνθ. Π. 7. 195, 12. 256· μεταφ. ὁ ἀείποτε ζωηρός, ἀκμαῖος, Χάριτες, Ὀρφ. Ὕ. 60. 5· τὸ ἀειθαλές τῶν φύλλων, Διοσκ. 4. 88.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
toujours vert ; fig. toujours jeune.
Étymologie: ἀεί, θάλλω.
Spanish (DGE)
(ἀειθᾰλής) -ές
• Alolema(s): ἀϊθᾰλής [ᾱῐ-] Orph.H.8.13, lat. aitales Ps.Apul.Herb.124.11
I 1siempre verde, perenne, perennifolio, γήτειον AP 7.195 (Mel.), ἔρνος ἐλαίης AP 12.256 (Mel.), ὕλη Str.14.5.5, δένδρα Chor.Or.1.32, Gp.11.1
•subst. τὸ ἀειθαλές = perennidad ἀείζῳον μέγα ... διὰ τὸ ἀειθαλές τῶν φύλλων Dsc.4.88, στέφεται δ' ἐλαίᾳ διὰ τὸ ἀειθαλές Corn.ND 9.
2 fig. siempre floreciente, en la flor de la juventud Χάριτες Orph.H.60.5, Ζεύς Orph.H.8.13, νέος Men.Rh.404
•en lit. crist. eternamente nuevo de las palabras de Cristo, Gr.Naz.M.35.733A
•subst. τὸ ἀειθαλές Clem.Al.Paed.1.12.98
•perenne, eterno de un fuego siempre encendido IEphesos 1063.2 (II d.C.).
II bot. τὸ ἀειθαλές = siempreviva mayor, Sempervivum tectorum L. Cyran.4.23.1, 4.39.12, Ps.Apul.l.c.
Greek Monotonic
ἀειθᾰλής: -ές (θάλλω), αυτός που είναι πάντοτε ανθηρός, συνέχεια ανθισμένος, ακμαίος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀειθᾰλής:
1) вечно цветущий, вечнозеленый (δάφνη Plut.; γήτειον Anth.);
2) неувядаемый, бессмертный (πνεῦμα Plut.).
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀειθαλής -ές ἀεί, θάλλω altijd groen; overdr. altijd jong. Plut. Per. 13.5.