Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κεφαλίδα

From LSJ
Revision as of 20:05, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

η (ΑΜ κεφαλίς, -ίδος)
μικρό κεφάλι, κεφαλάκι («κεφαλίδας ἥλων», Αθήν.)
νεοελλ.
1. ο τίτλος εντύπου ή κεφαλαίου ο οποίος σε μερικά βιβλία αναγράφεται στην κορυφή κάθε σελίδας
2. ρητό ή απόφθεγμα που προτάσσεται σε βιβλίο ή σε κεφάλαιο βιβλίου, άρθρου ή μελέτης
μσν.
στον πληθ. αἱ κεφαλίδες
οι κορυφές τών πύργων, οι επάλξεις, τα μπεντένια
μσν.-αρχ.
(για κίονα) το κιονόκρανο
αρχ.
1. στον πληθ. το σχοινί της πλώρης, τα γούμενα της πλώρης του πλοίου
2. το μπροστινό μέρος υποδήματος
3. το πόδι στο οποίο στηρίζεται τραπέζι, πιθανώς μονόποδο
4. κεφάλαιο ή τμήμα ή ουσιώδης περίοδος λόγου σε βιβλίο («ἐν κεφαλίδι βιβλίου γέγραπται περὶ ἐμοῦ», ΠΔ)
5. το άκρο, το τέλος
6. φρ. «κεφαλὶς βιβλίου» — τα περιεχόμενα χειρόγραφου βιβλίου με σχήμα κυλίνδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. κεφαλ-ίς < κεφαλή + κατάλ. -ίς / -ίδος (πρβλ. βιβλίς, δεσμίς)].