μαλακογνώμων
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, gen. ονος, mild of mood, A.Pr.190 (anap.); gloss on εὔκολος, Sch.Ar.Ra. 82.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰλᾰκογνώμων: -ον, μαλακὸς τὴν γνώμην, τὴν διάθεσιν, Αἰσχύλ. Πρ. 188, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 82.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au caractère doux, facile.
Étymologie: μαλακός, γνώμη.
Greek Monolingual
μαλακογνώμων, -ον (Α)
ενδοτικός, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γνώμων (< γιγνώσκω), πρβλ. ευγνώμων, λεπτογνώμων.
Greek Monotonic
μᾰλᾰκογνώμων: -ον (γνώμη), μετριοπαθής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
μᾰλᾰκογνώμων: 2, gen. ονος мягкий, снисходительный, кроткий Aesch.