μηλοδόκος

From LSJ
Revision as of 13:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοδόκος Medium diacritics: μηλοδόκος Low diacritics: μηλοδόκος Capitals: ΜΗΛΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: mēlodókos Transliteration B: mēlodokos Transliteration C: milodokos Beta Code: mhlodo/kos

English (LSJ)

ον, A sheep-receiving, i.e. in sacrifice, Πυθών Pi.P.3.27.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe empfangend als Opfer, Pind. P. 3, 27, Πυθών.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοδόκος: -ον, ὁ δεχόμενος πρόβατα, π.χ. εἰς θυσίαν, ἐπὶ τοῦ ἐν Δελφοῖς Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 3. 48, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 228.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, δέκομαι.

English (Slater)

μηλοδόκος, -ον
   1 receiving sheep (for sacrifice) ἐν δ' ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι (P. 3.27)

Greek Monolingual

μηλοδόκος, -ον (Α)
(για τον Απόλλωνα τών Δελφών) αυτός που δέχεται πρόβατα για θυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, ξενοδόκος.

Greek Monotonic

μηλοδόκος: -ον (δέχομαι), αυτός που δέχεται τα πρόβατα, σε θυσία, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

μηλοδόκος: принимающий (жертвоприношения из) овец (Πυθών Pind.).

Middle Liddell

μηλο-δόκος, ον δέχομαι
sheep-receiving, in sacrifice, of Apollo, Pind.