vexatious
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. βαρύς, ὀχληρός, δυσχερής, λυπηρός, ἀνιαρός, κακός, ἐπαχθής, προσάντης (Plato), Ar. and P. χαλεπός, ἐπίπονος, P. πραγματώδης, V. ἀχθεινός (also Xen. but rare P.), ἐμβριθής (Sophocles, Fragment), παλύπονος, δυσπόνητος, λυπρός, δύσφορος (also Xen. but rare P.).
things vexatious to the spirit: V. καρδίας δηκτήρια (Euripides, Hecuba 235).