ἐνόρασις

From LSJ
Revision as of 16:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνόρᾱσις Medium diacritics: ἐνόρασις Low diacritics: ενόρασις Capitals: ΕΝΟΡΑΣΙΣ
Transliteration A: enórasis Transliteration B: enorasis Transliteration C: enorasis Beta Code: e)no/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ, beholding, observation, contemplation θεοῦ Porph.Marc.13.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 visión δράκοντες τρεῖς ... τῇ ἐνοράσει ἐκφοβοῦντες tres serpientes cuya visión daba pavor Sch.P.O.194 Böckh, c. gen. obj. τῆς ἐκείνου ἐνοράσεως ἑαυτὸν ἀπεσκότισε Porph.Marc.13.
2 en comparación con el teatro visión interior, e.e., de lo que ocurre fuera de la escena, como algo propio de Dios y op. περιόρασιςvisión del entorno’ y συνόρασιςvisión del conjunto’, Clem.Al.Strom.6.17.156.

German (Pape)

[Seite 850] ἡ, das Ansehen, Clem. Al.

Greek Monolingual

η (AM ἐνόρασις) ενορώ
1. το να διαβλέπει, να διαισθάνεται κάποιος κάτι που οι άλλοι αγνοούν ή παραβλέπουν
2. η ικανότητα να βλέπει κανείς, να γνωρίζει τον ιδεατό, τον μεταφυσικό κόσμο
νεοελλ.
η ικανότητα να επισημαίνει και να παρατηρεί κανείς φαινόμενα χωρίς να μεσολαβεί πλήρως η λογική ενέργεια.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνόρᾱσις: -εως, ἡ, τὸ ἐνορᾶν, ἐμβλέπειν, Κλήμ. Ἀλ. 821.