τάρβος

From LSJ
Revision as of 08:39, 31 July 2022 by Spiros (talk | contribs)

γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τάρβος Medium diacritics: τάρβος Low diacritics: τάρβος Capitals: ΤΑΡΒΟΣ
Transliteration A: tárbos Transliteration B: tarbos Transliteration C: tarvos Beta Code: ta/rbos

English (LSJ)

εος, τό, A alarm, terror, Il.24.152, S.OT296, etc.; περίφοβόν μ' ἔχει τ. A.Supp.736 (lyr.); ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. Id.Ag.858; ἀμφὶ τάρβει Id.Ch.547; ζωπυροῦσι τ. folld. by acc. of persons feared (cf. δέος 1), Id.Th.290 (lyr.). 2 awe, reverence, τινος for one, Id.Pers.696 (lyr.). II an object of alarm, a fear or alarm, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; S.El.412; πόλει τάρβος ἦσθα E.Ba.1310.--Poet. word, rare in Prose, as Aret. SD1.6, Plu.2.666b. (Cf. Skt. tarjati 'threaten', Lat. torvus.)

German (Pape)

[Seite 1070] εος, τό, Schrecken, Furcht; μηδέ τί οἱ θάνατος μελέτω φρεσί, μηδέ τι τάρβος, Il. 24, 152. 181; Aesch. Spt. 271; περίφοβόν μ' ἔχει τάρβος, Suppl. 736, u. öfter; ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Soph. El. 404; οὕτω δὲ τάρβους ἐς φόβον τ' ἀφικόμην, Eur. Phoen. 361. Vgl. noch über die Ableitung Plut. de superst. 3.

Greek (Liddell-Scott)

τάρβος: -εος, τό, φόβος, τρόμος, Ἰλ. Ω. 152, 181, Τραγικ., κλπ.· περίφοβόν μ’ ἔχει τ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 736· ἐν χρόνῳ ἀποφθίνει τὸ τ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 858· ἀμφὶ τάρβει (ἴδε ἀμφὶ Β IV. 2)· ἑπομένης αἰτ., γείτονες δὲ καρδίας μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ λεών, αἱ γειτνιάζουσαι τῆς καρδίας μέριμναι διατηροῦσι ζωηρὸν τὸν τρόμον ἐκ τοῦ τὰ τείχη ἡμῶν περιβάλλοντος πλήθους τῶν πολεμίων (πρβλ. δέος Ι), ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 289. 2) φόβος, σεβασμός, τινός, διά τινα, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 696. ΙΙ. ἀντικείμενον φόβου ἢ τρόμου, πρᾶγμα φοβερόν, ἔχεις τι θάρσος τοῦδε τοῦ τάρβους πέρι; Σοφ. Ἠλ. 412· πόλει τάρβος ἦσθα Εὐρ. Βάκχ. 1311. ― Ποιητικ. λέξις σπανία παρὰ τοῖς πεζογράφοις, ὡς παρ’ Ἀρεταίῳ περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Πλούτ. 2, 666Β. (Ὅθεν ταρβέω, ταρβαλέος, πρβλ. Σανσκρ. tar΄g, tar΄g -âmi (minor)· Ἀρχ. Σκανδ. pjark-a (inc?e? pare) Ἀγγλο Σαξον. prac-tan (terrere)).

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 effroi, crainte;
2 sujet de crainte;
3 respect.
Étymologie: cf. R. skr. Targ « menacer » ; targâmi « je menace ».

English (Autenrieth)

εος: fear, dread.

Greek Monolingual

-ους και -εος, τὸ, Α
(ποιητ. τ.)
1. φόβος, δέος, τρόμος
2. σεβασμός, ευλάβεια
3. αντικείμενο που προξενεί φόβο, φόβητρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πιθ. υποχωρητ. σχηματ. από το ρ. ταρβῶ].

Greek Monotonic

τάρβος: -εος, τό,
I. 1. φόβος, τρόμος, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.
2. δέος, σεβασμός, τινός, για κάποιον, σε Αισχύλ.
II. αντικείμενο φόβου ή τρόμου, αιτία επαγρύπνησης ή συναγερμού, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τάρβος: εος τό
1) боязнь, страх, ужас Hom., Aesch.;
2) предмет боязни Soph.;
3) священный ужас, благоговение: ἀρχαίῳ περὶ τάρβει Aesch. в силу старинного чувства благоговения;
4) предмет благоговейного почтения: τ. πόλει εἶναι Aesch. внушать почтение городу.

Middle Liddell

τάρβος, ος, εος, τό,
I. fright, alarm, terror, Il., Trag., etc.
2. awe, reverence, τινός for one, Aesch.
II. an object of alarm, a fear, alarm, Soph., Eur.

English (Woodhouse)

fear

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)