πελεκᾶνος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
Greek Monolingual
(I)
και πελεκάν, ο / πελακάν, -ᾱνος και πελεκᾶνος, -άνου, ΝΜΑ
1. γένος και κοινή, σήμερα, ονομασία τών υδρόβιων πελεκανόμορφων πουλιών τα οποία, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση ανήκουν στην οικογένεια pelicanidae, είναι από τα πιο μεγαλόσωμα πουλιά, έχουν αδέξιο βάδισμα και χαρακτηρίζονται από ένα διασταλτό φαρυγγικό σάκο στο κάτω μέρος του ράμφους μέσα στον οποίο αποθηκεύουν τη λεία τους
2. το πτηνό δρυοκολάπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πελεκάν, -ᾶνος έχει σχηματιστεί από το θ. του πέλεκυς, με επίθυμα -άν, -ᾶνος που θυμίζει ονόματα επήλυδων φυλών (πρβλ. Ἀκαρνᾶνες). Το πουλί ονομάστηκε έτσι λόγω του μεγάλου ράμφους του, που κόβει σαν πέλεκυς (πρβλ. και πελεκίνος, πελεκᾶς, -ᾶντος). Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. pelecanus) και από αυτήν οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. / γαλλ. pelican). Ο νεοελλ. τ., τέλος, πελεκάνος < αρχ. πελεκάν, κατά τα αρσ. σε -ος].
(II)
ο
αυτός που πελεκά ξύλα, ξυλοτόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλεκυς + κατάλ. -άνος (πρβλ. βετεράνος)].
Translations
pelican
Albanian: laradash, bozhor; Arabic: بَجَع; Armenian: հավալուսն; Assamese: ভেলা, ঢেঁৰা; Asturian: pelícanu; Azerbaijani: qutan; Basque: pelikano; Belarusian: пелікан; Breton: pilikant; Bulgarian: пеликан; Burmese: ငှက်ကြီးဝန်ပို; Catalan: pelicà; Chechen: пеликан; Chinese Mandarin: 鵜鶘, 鹈鹕; Czech: pelikán; Danish: pelikan; Dutch: pelikaan; Esperanto: pelikano; Estonian: pelikan; Finnish: pelikaani; French: pélican; Galician: pelicano; Georgian: ვარხვი; German: Pelikan; Greek: πελεκάνος; Ancient Greek: βαῖβυξ, κήλας, ὀνοκρόταλος, πελεκάν, πελεκᾶνος, πελεκᾶς, πελεκῖνος; Gujarati: પેણ; Hebrew: שַׂקְנַאי; Hungarian: pelikán, gödény; Icelandic: pelíkani; Indonesian: burung undan, pelikan; Irish: peileacán; Italian: pellicano; Japanese: ペリカン, 伽藍鳥; Kazakh: бірқазан; Khmer: ទុង; Klamath-Modoc: komal; Korean: 펠리컨; Kriol: baligan; Kumyk: биркъазан; Kurdish Central Kurdish: کەڵک; Latin: pelecanus; Latvian: pelikāns; Lithuanian: pelikanas; Macedonian: пеликан; Malay: burung undan; Manchu: ᡨᡳᡵᡥᡡᡨᠠᠨ, ᡴᡡᡨᠠᠨ; Maori: perikana; Middle English: pellican; Navajo: tsídiidaatsohí; Ngarrindjeri: nori; Norman: pélican; Norwegian: pelikan; Occitan: pelican; Old English: stānġiella; Oromo: aallaattii; Ottoman Turkish: سقا قوشی; Polish: pelikan; Portuguese: pelicano; Romanian: pelican; Russian: пеликан; S'gaw Karen: ထိၣ်ဒိၣ်ဖုၣ်ခီၣ်; Saterland Frisian: Pelikoan; Serbo-Croatian Cyrillic: пелѝка̄н, нѐсит; Roman: pelìkān, nèsit; Slovak: pelikán; Slovene: pelikan; Spanish: pelícano; Swahili: mwari; Swedish: pelikan; Tagalog: pagala, pelikano; Thai: กระทุง; Tiwi: arlikampwarni, alikwamparni, alikampwani, arlipiwura, kipiwura, jampawunga, jintama; Turkish: pelikan; Turkmen: gotan; Ukrainian: пелікан; Vietnamese: bồ nông; Volapük: pelek; Wardaman: jarnarran; Welsh: pelican; Wolof: njagabaar bi; Yagara: bulualum; Yiddish: פּעליקאַן