ἡσυχαῖος

From LSJ
Revision as of 18:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχαῖος Medium diacritics: ἡσυχαῖος Low diacritics: ησυχαίος Capitals: ΗΣΥΧΑΙΟΣ
Transliteration A: hēsychaîos Transliteration B: hēsychaios Transliteration C: isychaios Beta Code: h(suxai=os

English (LSJ)

Dor. ἁσῠχαῖος, α, ον, = ἥσυχος, βάσις S.OC197 (lyr.); ἐλάσεις X.Eq.9.6; gentle, Pl.Plt.307a; of persons, E.Med.808; at rest, of the embryo, Pl.Lg.775c; τὸ ἡσυχαῖον = peace, tranquillity, S.Fr.941.6; τὸ δ' ἡσυχαῖον ἀργόν = while the other, which is peaceable, is lazy E.Fr.552.4: neut. as adverb, ἡσυχαῖον κράζειν, ἡσυχαῖον ᾄδειν, Thphr.Sign.52,53; λύχνος καιόμενος ἡσυχαῖον prob.in ib.54.

German (Pape)

[Seite 1178] = ἥσυχος, ruhig, still; τοῖς μέν εἰμ' ἐπίφθονος, τοῖς δ' ἡσυχαία Eur. Med. 304; ἡσυχαῖά πού φαμεν καὶ σωφρονικά Plat. Polit. 307 a; ἡ, ἐλάσεις Xen. Equ. 9, 6. – Compar. ἡσυχαίτερος s. unter ἥσυχος.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχαῖος: Δωρ. ἁσυχ-, α, ον, ποιητ. ἀντὶ ἥσυχος, Σοφ. Ο. Κ. 197, Εὐρ. Μηδ. 808, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Νόμ. 775C· - τὸ ἡσυχαῖον, ἡσυχία, ἀπραξία, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 6· ἢ οἱ ἥσυχοι ἄνθρωποι, αὐτόθι 556.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
calme, tranquille, paisible, placide.
Étymologie: ἥσυχος.

Greek Monolingual

ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. το ἡσυχαῖον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῖον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].

Greek Monotonic

ἡσῠχαῖος: Δωρ. ἁσυχ-, -α, -ον, ποιητ. αντί ἥσυχος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἡσῠχαῖος:
1) спокойный, мирный, тихий (ἐλάσεις Xen.; ἡ. καὶ σωφρονικός Plat.),;
2) бездеятельный, бесстрастный, вялый (φαῦλος καὶ ἡ. Eur.; ἡ. καὶ ἀργός Plut.).

English (Woodhouse)

calm, gentle, impassive, quiet, untroubled, at ease, easy in one's mind, in peace, of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)