ἡσυχαῖος
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
English (LSJ)
Dor. ἁσῠχαῖος, α, ον, = ἥσυχος, βάσις S.OC197 (lyr.); ἐλάσεις X.Eq.9.6; gentle, Pl.Plt.307a; of persons, E.Med.808; at rest, of the embryo, Pl.Lg.775c; τὸ ἡσυχαῖον = peace, tranquillity, S.Fr.941.6; τὸ δ' ἡσυχαῖον ἀργόν = while the other, which is peaceable, is lazy E.Fr.552.4: neut. as adverb, ἡσυχαῖον κράζειν, ἡσυχαῖον ᾄδειν, Thphr.Sign.52,53; λύχνος καιόμενος ἡσυχαῖον prob.in ib.54.
German (Pape)
[Seite 1178] = ἥσυχος, ruhig, still; τοῖς μέν εἰμ' ἐπίφθονος, τοῖς δ' ἡσυχαία Eur. Med. 304; ἡσυχαῖά πού φαμεν καὶ σωφρονικά Plat. Polit. 307 a; ἡ, ἐλάσεις Xen. Equ. 9, 6. – Compar. ἡσυχαίτερος s. unter ἥσυχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσῠχαῖος: Δωρ. ἁσυχ-, α, ον, ποιητ. ἀντὶ ἥσυχος, Σοφ. Ο. Κ. 197, Εὐρ. Μηδ. 808, Πλάτ. Πολιτ. 307Α, Νόμ. 775C· - τὸ ἡσυχαῖον, ἡσυχία, ἀπραξία, Σοφ. Ἀποσπ. 678. 6· ἢ οἱ ἥσυχοι ἄνθρωποι, αὐτόθι 556.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
calme, tranquille, paisible, placide.
Étymologie: ἥσυχος.
Greek Monolingual
ἡσυχαῖος και δωρ. τ. ἁσυχαῖος -α, -ον, (Α)
1. ήσυχος
2. αργός, αδρανής
3. γαλήνιος, ήρεμος
4. το ουδ. ως ουσ. το ἡσυχαῖον
η ησυχία, η απραξία, η γαλήνη
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡσυχαῖον
με τρόπο ήρεμο, με ησυχία, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήσυχος + -αίος (πρβλ. δρομ-αίος < δρόμος)].
Greek Monotonic
ἡσῠχαῖος: Δωρ. ἁσυχ-, -α, -ον, ποιητ. αντί ἥσυχος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἡσῠχαῖος:
1) спокойный, мирный, тихий (ἐλάσεις Xen.; ἡ. καὶ σωφρονικός Plat.),;
2) бездеятельный, бесстрастный, вялый (φαῦλος καὶ ἡ. Eur.; ἡ. καὶ ἀργός Plut.).
English (Woodhouse)
calm, gentle, impassive, quiet, untroubled, at ease, easy in one's mind, in peace, of character