πρότασις
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
εως, ἡ, (προτείνω) A putting forward: in concrete sense, that which is put forward; hence, 1 in Logic, proposition, πρότασίς ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Arist.APr.24a16: esp. premiss of a syllogism, ἐκ δύο προτάσεων [πᾶς συλλογισμός] ib. 42a32; ἡ ἑτέρα, ἡ τελευταία πρότασις, the minor premiss, Id.EN1143b3, 1147b9; = ἀξίωμα, Plu.2.1009c, al. b Math., enunciation of a proposition, Autol.2.6, al., Archim.Sph.Cyl. 2Praef.. (pl.), Eratosth. Praef. (pl.), Dioph. 1 Def.11 (pl.), Procl.in Ti.2.190d. 2 Gramm., hypothetical clause of a sentence, answered by the ἀπόδοσις, D.L.3.52. 3 question proposed, problem, Sor.1.27, Plu.2.736e, Ath.6.234c, etc. 4 the earlier part of a dramatic poem. opp. ἐπίτασις (in which the action begins) and καταστροφή, Donat. in CGFp.69 K. 5 proposal, Milet.7.67 (perhaps i B.C.), PMonac.6.80 (vi A.D.): pl., proposals for peace, App.Mac.9.3. II stretching out, 'urge', αἱ τοῦ πάθους π. Plot.4.4.44.
German (Pape)
[Seite 790] ἡ, vorgelegte Frage od. Aufgabe, πρότασιν προτείνειν, ἀπολύσασθαι, Ath. VI, 234 c. – Der Vordersatz in der Logik u. Rhetorik; Arist. anal. 1, 1; S. Emp. u. A.; auch λῆμμα, Ggstz ἐπίτασις. – Auch ein Theil des dramatischen Gedichtes, Ggstz ἐπίτασις, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
πρότᾰσις: ἡ, (προτείνω) τὸ ἐκτείνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, προτάσιες πνευμάτων, κοπώδεις προσπάθειαι πρὸς ἀναπνοήν, Ἱππ. 396, 42· ἴδε Foës Oec. ΙΙ. (ἐπὶ παθ. σημασίας) τὸ προβαλλόμενον ἢ προτεινόμενον· ὅθεν, 1) ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., πρότασίς ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικός τινος κατά τινος Ἀναλ. Προτ. 1. 1, 2· μάλιστα τὸ δεδομένον ἐν τῷ συλλογισμῷ, ἐκ δύο προτάσεων [πᾶς συλλογισμὸς] αὐτόθι 1. 25, 8· κτλ.· ― ἡ πρότασις εἶνε ἡ μείζων, ἡ ἑτέρα δὲ ἢ ἡ τελευταία ἡ ἐλάσσων, Ἠθικ. Νικ. 6. 11, 4., 7. 3, 13· πρβλ. προτείνω ΙΙΙ.· = ἀξίωμα, Πλούτ. 2, 1011Ε, 1009Β. 2) παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ πρότασις τοῦ ὑποθετικοῦ λόγου, πρὸς ἣν ἀνταποκρίνεται ἡ ἀπόδοσις· πρβλ. Διογ. Λ. 3. 51. 3) ζήτημα προτεινόμενον, πρόβλημα, Ἀθήν. 234C, Πλούτ. 2, 736Ε, κτλ. 4) τὸ πρῶτον μέρος δράματος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπίτασις (ὅταν ἄρχηται ἡ ἐνέργεια) καὶ πρὸς τὸ καταστροφή, Donat. ἐν Terent. Andr. prolog. 1· ― ὅθεν προτατικὸν πρόσωπον, ὅπερ μόνον ἐν τῇ προτάσει εἰσάγεται, αὐτόθι. ― Περὶ τῆς λέξεως πρότασις καθόλου ἴδε Σουΐδ. ἐν λ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 question proposée;
2 t. de gramm. proposition ; t. de log. prémisse.
Étymologie: προτείνω.
Greek Monotonic
πρότᾰσις: ἡ (προτείνομαι), πρόταση, δήλωση, δεδομένο συλλογισμού ή επιχειρήματος, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πρότᾰσις: εως ἡ
1) лог. положение, предложение: π. ἐστι λόγος καταφατικὸς ἢ ἀποφατικὸς τινὸς κατά τινος Arst. предложение есть утверждение или отрицание чего-л. о чем-л.;
2) лог. (пред)посылка: οἱ τρεῖς ὅροι δύο προτάσεις Arst. три термина (составляют) две посылки;
3) вопрос (для обсуждения), тема (προτάσεις καὶ προκλήσεις Plut.);
4) грам. протасис, обусловливающая часть периода.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρότασις -εως, ἡ [προτείνω] log. propositie; Aristot. Rh. 1358a18; premisse (van syllogisme). Aristot. EN 1143b3.
Middle Liddell
πρό-τᾰσις, εως, [προτείνομαι]
a proposition, the premiss of a syllogism, Arist.