κλισμός
νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement
English (LSJ)
ὁ (fem. only in Theoc.15.85), (κλίνω) A couch, κλισμούς τε θρόνους τε Od.1.145; χρύσεοι κ. Il.8.436; κ. βασιλήϊος Thgn.1191, cf. Hp.Mul.2.149, E.Or.1440 (lyr.); κ. δίφροιο Arat.251. II inclination, slope, Arist.Col.792a22.
German (Pape)
[Seite 1455] ὁ (κλίνω), Lehnstuhl, Ruhebett, neben θρόνος, Od. 1, 145 u. öfter; von diesem vielleicht ursprünglich unterschieden, vgl. θρόνος u. Ath. V, 192 f; mit einer Fußbank versehen, Od. 4, 136; βασιλήϊος Theogn. 1191; Eur. Or. 1440; sp. D., wie Arat. 251. – Die Schreibart κλεισμός, Hesych., ist falsch.
Greek (Liddell-Scott)
κλισμός: ὁ, (κλίνω) ὡς τὸ κλισία ΙΙ, κλιντήρ, ἀνάκλιντρον, συχν. παρ’ Ὁμ., κλισμούς τε θρόνους τε Ὀδ. Α 145· κοσμεῖται διὰ χρυσοῦ, Ἰλ. Θ. 436· διὰ τάπητος, Ἰλ. Ι. 200· ἔχων ὑποπόδιον (θρῆνυς), Ὀδ. Δ. 136· κλ. βασιλήϊος Θέογν. 1191, πρβλ. Ἱππ. 657. 33, Εὐρ. Ὀρ. 1440· κλ. δίφροιο Ἄρατ. 251. ΙΙ. κλίσις, κατωφέρεια, Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
lit de repos, siège allongé.
Étymologie: κλίνω.
English (Autenrieth)
(κλίνω): reclining chair, easy-chair, Od. 1.145. (Cf. adjoining cut, or Nos. 105, 106.
Greek Monolingual
κλισμός, ὁ (Α)
1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῖσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.)
2. κατηφοριά, κλίση εδάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -μός. Το -σ- από επίδραση τών κλίσις, κλισία.
Greek Monotonic
κλισμός: ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, σε Όμηρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλισμός -οῦ, ὁ [κλίνω] leunstoel.
Russian (Dvoretsky)
κλισμός: ὁ
1) седалище, стул (κλισμοί τε θρόνοι τε Hom.);
2) наклон, скат Arst.