κάπετος

From LSJ
Revision as of 18:15, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπετος Medium diacritics: κάπετος Low diacritics: κάπετος Capitals: ΚΑΠΕΤΟΣ
Transliteration A: kápetos Transliteration B: kapetos Transliteration C: kapetos Beta Code: ka/petos

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (for σκάπετος, from σκάπτω) A ditch, trench, ὄχθας καπέτοιο βαθείης Il.15.356, cf. 18.564; hole, grave, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν (ὀστέα) 24.797, cf. S.Aj.1165, 1403 (both anap.); groove for lever, Hp.Art.72,74. II shovel, spade (?), GDI4992aii6 (Gortyn).

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. σκάπτω), der Graben, die Grube; ὄχθας καπέτοιο βαθείης ποσσὶν ἐρείπων Il. 15, 356, wie Mosch. 4, 103; das Grab, Il. 24, 797, wie Soph. Ai. 1144, wo der Schol. es in dieser Bdtg bes. als argivisch bezeichnet; vgl. Posidipp. Ath. X, 414 e. Uebh. Vertiefung, Einschnitt, Il. 18, 564; Hippocr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
1 creux, enfoncement;
2 particul. fosse, fossé;
3 tombe, tombeau.
Étymologie: p. *σκάπετος de la R. Σκαπ ou Σκα, creuser, cf. σκάπτω.

Greek (Liddell-Scott)

κάπετος: ἡ, (ἀντὶ σκάπετος ἐκ τοῦ σκάπατος), τάφρος, ὄχθας καπέτοιο βαθείης, ἐπὶ τῆς περὶ τὰ πλοῖα τάφρου, Ἰλ. Ο. 356, πρβλ. Σ. 564:- ὀπὴ, τάφος, ἐς κοίλην κάπετον θέσαν Ἕκτορα Ω. 797· πρβλ. οφ. Αἴ. 1165, 1403· ὀπὴ πρὸς ὑποδοχὴν μοχλοῦ, αὐλάκιον μοχλοῦ, κτλ., Ἱππ. π. Ἄρθρ. 834Β, 836Β.

English (Autenrieth)

ditch, grave, Il. 18.564, Il. 24.797. (Il.)

Greek Monolingual

κάπετος, ἡ (Α)
1. τάφρος, χαντάκι («ὄχθας καπέτοιο βαθείης», Ομ. Ιλ.)
2. τάφος («ἐς κοίλην κάπετον θέσαν», Ομ. Ιλ.)
3. αυλακοειδής οπή για εισδοχή μοχλού
4. σπαπάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του σκάπετος (< σκάπτω), με αποβολή του αρκτικού σ-].

Greek Monotonic

κάπετος: ἡ (αντί σκάπετος, από το σκάπτω), χαντάκι, τάφρος, σε Ομήρ. Ιλ.· τρύπα, τάφος, στο ίδ., σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

κάπετος: (ᾰ) ἡ1) ров, окоп (ὄχθαι καπέτοιο βαθείης Hom.);
2) могила (κοίλη κ. Hom., Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπετος -ου, ἡ [~ σκάπτω] wat gegraven is greppel:; ὄχθας καπέτοιο... κατέβαλλε hij deed de kanten van de greppel instorten Il. 15.356; graf:; ἐς κοίλην κάπετον θέσαν zij legden (de urn) in een hol graf Il. 24.797; groef:. διὰ τοῦτο γὰρ καὶ αἱ κάπετοι ἐντετμέαται met dat doel zijn ook de groeven erin gesneden Hp. Art. 72.

Frisk Etymological English

See also: s. σκάπετος.

Middle Liddell

κάπετος, ἡ, [for σκάπετος, from σκάπτω
a ditch, trench, Il.:— a hole, grave, Il., Soph.

Frisk Etymology German

κάπετος: {kápetos}
Grammar: f.
Meaning: Graben
See also: s. σκάπετος.
Page 1,780