συμπέσσω
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
Att. συμπέττω, A mature by heating, cooking, ὁμαλῦναι καὶ συμπέψαι Arist.Mete.381a20, cf. HA625a6, Thphr.HP8.7.7; concoct, bring to a head, etc., Dsc.2.86, Gal.6.247,825, 15.889; hatch eggs, Arist.HA549b7, cf. 560b17 (Pass.), GA752b17; ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ib.753a19, cf. 752b33 (Pass.); promote disgestion, Thphr.HP6.3.6, Od.49:—Pass., Arist.PA677b27, HA590a21; of food, to be digested, Id.Mete.379b23.
German (Pape)
[Seite 987] att. -ττω, später auch συμπέπτω, mit, zugleich kochen, verdauen, ganz verdauen; Arist. H. A. 5, 17 Gen. an. 3, 2; Medic.; Athen.
Greek (Liddell-Scott)
συμπέσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πέψω. Μαλακώνω ὁμοῦ διὰ τῆς θερμότητος, συναπαλύνω, κάμνω νὰ ὡριμάσῃ τι, ὥριμον ποιῶ, παρασκευάζω, κατασκευάζω, Λατιν. concoque, ὀμαλῦναι καὶ συμπέψαι Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 3, 17· ἡ γῆ σ. τῇ θερμότητι ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 16, πρβλ. 11, κτλ.· ― ἐκκολάπτω, ἐκλεπίζω ᾠά, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 7, πρβλ. 6. 2, 22., 9. 40, 23, π. Ζ. Γεν. 3. 2, κ. ἀλλ. ― Παθ., ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Μορ. 4. 3. 5· ἐπὶ τροφῆς, «χωνεύομαι», ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 2, 3.
Greek Monolingual
και αττ. τ. συμπέττω και δ. αν. συμπέπτω Α
1. καθιστώ κάτι ώριμο με θερμότητα («ἐπικάθηνται δ' ἐπὶ τοῖς κηρίοις αἱ μέλιτται καὶ συμπέττουσιν», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με εξάνθημα ή έλκος) επουλώνω
3. εκκολάπτω
4. ευνοώ την πέψη
5. παθ. συμπέσσομαι
(για τροφή) πέπτομαι, χωνεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πέσσω / πέττω / πέπτω «μαγειρεύω, βράζω, ωριμάζω, χωνεύω»].
Russian (Dvoretsky)
συμπέσσω: атт. συμπέττω (fut. συμπέψω)
1) разваривать, размягчать (ὑπὸ τῆς θερμότητος Arst.);
2) переваривать (ἡ τροφὴ συμπέττεται Arst.);
3) нагревать или кипятить (θάλαττα συμπεττομένη Arst.);
4) высиживать (sc. τὰ ᾠά Arst.).