ἐπιτιμητικός

From LSJ
Revision as of 08:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητικός Medium diacritics: ἐπιτιμητικός Low diacritics: επιτιμητικός Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitimētikós Transliteration B: epitimētikos Transliteration C: epitimitikos Beta Code: e)pitimhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, censorious, critical, Luc. JTr.23; λόγος ἐ. Pl.Def.416 fin.; σχῆμα D.H.Th.44; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655.

German (Pape)

[Seite 994] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, λόγος Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητικός: ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 23· λόγος ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à blâmer.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητικός:
1) порицательный, порицающий (λόγος Plat.);
2) склонный порицать, придирчивый (sc. Μῶμος Luc.).