ἀνασχίζω
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
rip up, τοῦ λαγοῦ τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35; τὰς κυούσας Arist.EN1148b20; δερμα ὀνύχεσσι Theoc.25.277, cf. IG4.952.32 (Epid.); plough up, νῶτον γᾶς Pi.P.4.228 (tm.):—Pass., τρίβος -όμενος track opened up, Plu.2.161f.
German (Pape)
[Seite 210] aufspalten, aufschlitzen, λαγόν, νεκρόν, Her. 1, 124. 3, 35 u. Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασχίζω: μέλλ. -ίσω, σχίζω καὶ ἀνοίγω, «ξεκοιλιάζω», [τοῦ λαγοῦ] τὴν γαστέρα Ἡρόδ. 1. 123, 124, κτλ.· πρβλ. 3. 35· τὰς κυούσας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 5, 2· ― ἐκδέρω, «γδέρνω», δέρμα λέοντος ἀνασχίζειν ὀνύχεσσιν Θεόκρ. 25. 277.
French (Bailly abrégé)
1 fendre de bas en haut, dans toute la longueur;
2 fendre, déchirer en gén.
Étymologie: ἀνά, σχίζω.
English (Slater)
ἀνασχίζω
1 cleave, cut up ἀνὰ βωλακίας δ' ὀρόγυιαν σχίζε νῶτον γᾶς (ἀναβωλακίας codd. iunctim: ἀνὰ cum ὀρόγυιαν coniunxit Bergk.) (P. 4.228)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): dór. ἀνσχ- IG 42.122.32 (Epidauro IV a.C.)
1 rajar, abrir en canal, disecar τὴν κοιλίην Hp.Superf.7, τὰγ κοιλίαν αὐτᾶς IG l.c., τούτου τὴν γαστέρα Hdt.1.123, cf. 124, 3.35, τὸν ἑαυτῆς μηρόν Polyaen.8.32, ἄρρηκτον κενεῶνα Nonn.D.30.35, τὰς κυούσας Arist.EN 1148b20, cf. LXX Am.1.13, σκυλάκιον Hp.Steril.230, τοὺς μῦς Arist.Mir.832a25, ἰχθύν LXX To.6.5
•abs. ἄν τις ἀνασχίσῃ si uno hace la disección Arist.HA 562a15.
2 arañar δέρμα ... ὀνύχεσσι Theoc.25.277, fig. νῶτον γᾶς arar Pi.P.4.228
•rastrillar ἀρούρας PLond.1796.6
•en v. pas. de un camino ser abierto ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ del mar, Plu.2.161e.
Greek Monolingual
ἀνασχίζω (AM) (μσν. και ἀνασκίζω)
σχίζοντας ανοίγω, σχίζω
μσν.
διασχίζω, περνώ
αρχ.
γδέρνω.
Greek Monotonic
ἀνασχίζω: μέλ. -σω, κατασχίζω, ξεκοιλιάζω, τὴν γαστέρα, σε Ηρόδ.· γδέρνω, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασχίζω: рассекать, разрезать, вскрывать (τὴν γαστέρα τοῦ λαγοῦ Her.; τὸ ᾠόν Arst.; δέρμα ὀνύχεσσι Theocr.; τρίβος ἀνασχιζόμενος Plut.).
Middle Liddell
to rip up, τὴν γαστέρα Hdt.: to rend, Theocr.