εὐομολόγητος

From LSJ
Revision as of 10:36, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐομολόγητος Medium diacritics: εὐομολόγητος Low diacritics: ευομολόγητος Capitals: ΕΥΟΜΟΛΟΓΗΤΟΣ
Transliteration A: euomológētos Transliteration B: euomologētos Transliteration C: evomologitos Beta Code: eu)omolo/ghtos

English (LSJ)

ον, easy to concede, indisputable, Pl.R.527b.

German (Pape)

[Seite 1085] leicht zuzugeben, einleuchtend, Plat. Rep. VII, 527 b.

Greek (Liddell-Scott)

εὐομολόγητος: -ον, εὐκόλως ὁμολογούμενος, ἀναμφήριστος, Πλάτ. Πολ. 527Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont on convient facilement, indiscutable.
Étymologie: εὖ, ὁμολογέω.

Greek Monolingual

εὐομολόγητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να παραδεχθεί εύκολα, ο αδιαμφισβήτητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ομολογώ].

Greek Monotonic

εὐομολόγητος: -ον, αυτό που εύκολα ομολογείται, αδιαμφισβήτητος, αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

εὐομολόγητος: вполне правдоподобный, очевидный Plat.

Middle Liddell

εὐ-ομολόγητος, ον
easy to concede, indisputable, Plat.