κομμωτικός
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ή, όν, of or for embellishment, ἄσκησις Luc.Am.9; ποικιλία Them.Or.24.303c; τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of embellishment, Pl.Grg.463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style, κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.Id.1.12, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl.1064.
German (Pape)
[Seite 1479] zum Putzen, Schmücken, Schminken gehörig; ἡ κομμωτική, sc. τέχνη, die Kunst sich zu putzen, Plat. Gorg. 465 b u. Sp.; immer mit tadelnder Nebenbedeutung, auch bei Rhett., κομμωτικὸν κάλλος τοῦ λόγου. – Auch adv., κομμωτικῶς καὶ ἐψιμυθισμένως ἔχει Schol. Ar. Plut. 1064.
Greek (Liddell-Scott)
κομμωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς καλλώπισιν, ἄσκησις Λουκ. Ἔρωτες 9· τὸ κ. τῆς ἰατρικῆς μέρος Γαλην.· ― ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καλλύνειν ἢ καλλωπίζειν, Πλάτ. Γοργ. 463Β, 465Β. ― μεταφ. ἐπὶ ὕφους, Ἑρμογ., κτλ.· ― Ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1063.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la parure ; ἡ κομμωτική (τέχνη) l’art de parer avec recherche, de farder, de pomponner;
2 orné, prétentieux (style).
Étymologie: κομμόω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κομμωτικός -ή, -όν) κομμώ (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό της κόμης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική
η τέχνη του κομμωτή
μσν.-αρχ.
(για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῖς ἐννοίαις ἡδύς, ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει κομμωτικός», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κομμωτική
η τέχνη του καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», Πλάτ.).
επίρρ...
κομμωτικῶς (Α)
με καλλωπισμό.
Greek Monotonic
κομμωτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον καλλωπισμό· ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του καλλωπισμού, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
κομμωτικός: служащий для украшения, украшающий (ἄσκησις Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κομμωτικός -ή -όν [κομμωτής] verfraaiings-; subst. ἡ κομμωτική ( sc. τέχνη) opsierkunst.
Middle Liddell
κομμωτικός, ή, όν
of or for embellishment:— ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of embellishment, Plat.