πάναγρος
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ον, (ἄγρα) catching all, λίνον π., of a large fishing-net, Il.5.487; δίκτυον Ath. 1.25b: metaph., λίνῳ θανάτοιο π. Tryph.674.
German (Pape)
[Seite 456] Alles fangend; λίνον, ein großes Fischernetz, Il. 5, 487; δίκτυον, Ath. I, 25 b.
Greek (Liddell-Scott)
πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ πᾶσαν ἄγραν ἀγρεύων, λίνον π., ἐπὶ μεγάλου ἁλιευτικοῦ δικτύου, Ἰλ. Ε. 487, Τρυφ. (γραπτ. Τριφ.) 674. δίκτυον Ἀθήν. 25Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui peut saisir ou contenir toute espèce de proie (filet, volière).
Étymologie: πᾶν, ἄγρα.
English (Autenrieth)
(ἀγρέω=αἱρέω): alltaking, all-catching, Il. 5.487†.
Greek Monolingual
πάναγρος, -ον (Α)
αυτός που αγρεύει τα πάντα, που συλλαμβάνει κάθε είδους θήραμα, πανάγρετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -αγρός (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. πολύ-αγρος].
Greek Monotonic
πάνᾰγρος: -ον, (ἄγρα), αλιεύς των πάντων.
Russian (Dvoretsky)
πάναγρος: все улавливающий, все захватывающий (λίνον Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάναγρος -ον [πᾶς, ἄγρα] alles vangend.