κατακληρονομέω

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακληρονομέω Medium diacritics: κατακληρονομέω Low diacritics: κατακληρονομέω Capitals: ΚΑΤΑΚΛΗΡΟΝΟΜΕΩ
Transliteration A: kataklēronoméō Transliteration B: kataklēronomeō Transliteration C: kataklironomeo Beta Code: kataklhronome/w

English (LSJ)

I c. acc. rei, 1 obtain as one's assured possession, LXXSi.4.16. 2 leave as an inheritance, τοῖς υἱοῖς τὰ ὑπάρχοντα ib.De.21.16. 3 assign as a possession, ib.3.28, 12.10, Act.Ap.13.19. II c. acc. pers., make one's heir, LXX 2 Ki.7.1.

German (Pape)

[Seite 1353] durch Erbschaft bekommen, erben, Sp.; τινά, zum Erben machen; τινά τι, Einen Etwas erben lassen, ihm eine Erbschaft geben, LXX; durchs Loos vertheilen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατακληρονομέω: Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, λαμβάνω διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, αὐτόθι. 3) διὰ κλήρων μοιράζω, αὐτόθι. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., κάμνω τινὰ κληρονόμον τινός, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 posséder à titre d’héritage, hériter;
2 instituer par héritage;
3 diviser ou distribuer par lots.
Étymologie: κατά, κληρονομέω.

Greek Monotonic

κατακληρονομέω: μέλ. -ήσω, αποκτώ μέσω κληρονομιάς, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-κληρονομέω in bezit geven.

Russian (Dvoretsky)

κατακληρονομέω: распределять по жребию (τισι τὴν γῆν τινος NT).

Middle Liddell

fut. ήσω
to obtain by inheritance, Plut.

Chinese

原文音譯:kataklhrodotšw 卡他-克累羅-多帖哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-份-適用 相當於: (נָחַל‎)
字義溯源:照籤分給人,分成數份,分派,分配為業;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(κλῆρος)*=鬮)及(διδῶ / δίδωμι)*=給)組成
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 分配為業(1) 徒13:19