πολύκωμος

From LSJ
Revision as of 15:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύκωμος Medium diacritics: πολύκωμος Low diacritics: πολύκωμος Capitals: ΠΟΛΥΚΩΜΟΣ
Transliteration A: polýkōmos Transliteration B: polykōmos Transliteration C: polykomos Beta Code: polu/kwmos

English (LSJ)

ον, much-revelling, AP9.524.17, Anacrcont.40.14.

German (Pape)

[Seite 665] 1) viele Reigen od. Gelage feiernd, sie liebend; Bacchus, Hymn. (IX, 524, 17); δαῖτες, Anacr. 40, 13. – 2) mit vielen Dörfern, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκωμος: -ον, ὁ πολὺ κωμάζων, πολλοὺς κώμους τελῶν, πολὺ διασκεδάζων, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17, Ἀνακρεόντ. 43. 14. ΙΙ. (κώμη) ὁ ἔχων πολλὰς κώμας, χωρία, Ἀθανάσ. τ. 2, σ. 304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui préside à des festins abondants (Dionysos).
Étymologie: πολύς, κῶμος.

Greek Monolingual

(I)
-ον Α
1. αυτός που μετέχει σε πολλούς κώμους, σε πολλά συμπόσια και χορούς, αυτός που διασκεδάζει συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κῶμος «διασκέδαση, εορτή»), πρβλ. αγλαό-κωμος].
(II)
-ον, Μ
(για τόπο) αυτός που έχει πολλές κώμες, πολλά χωριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κωμος (< κώμη «χωριό, συνοικία»), πρβλ. τρί-κωμος].

Greek Monotonic

πολύκωμος: -ον, αυτός που διασκεδάζει πολύ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκωμος: участвующий во множестве пирушек (Διόνυσος Anth.).

Middle Liddell

πολύ-κωμος, ον,
much-revelling, Anth.