ὑπασπίζω
From LSJ
κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
English (LSJ)
serve as shield bearer, τινι Pi.N.9.34, E.Heracl. 216.
German (Pape)
[Seite 1184] Einem den Schild tragen, Schildträger sein, τινί, Pind. N. 9, 34; τῶνδ' ὑπασπίζων πατρί Eur. Heracl. 217.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπασπίζω: εἶμαι ὑπασπιστής τινος, τινὶ Πινδ. Ν. 9. 80, Εὐρ. Ἡρακλ. 216.
French (Bailly abrégé)
servir comme écuyer, être écuyer de, τινι.
Étymologie: ὑπό, ἀσπίς.
English (Slater)
ὑπασπίζω serve as shield bearer for c. dat. Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων (N. 9.34)
Greek Monolingual
Α
κρατώ την ασπίδα κάποιου, είμαι υπασπιστής κάποιου («ὑπασπίζων πατρί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀσπίζω «προστατεύω»].
Greek Monotonic
ὑπασπίζω: είμαι υπασπιστής κάποιου, τινί, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπασπίζω: служить щитоносцем (τινί Pind., Eur.).