ὀψωνιάζω
τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior
English (LSJ)
furnish with provisions, ὀ. τὰς δυνάμεις furnish an army with supplies or pay, Plb.15.25.11, cf. D.S.33.22:—Pass., to be supplied, PCair.Zen.499.42 (iii B. C.), Plb.23.8.4, dub. l. in Str.14.2.5; ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων D.H.4.19, cf. D.S. 16.22.
German (Pape)
[Seite 434] mit Speise versorgen, beköstigen, δύναμιν, ein Kriegsheer mit Proviant, mit Kost und Sold versorgen, D. Sic. 6, 22 u. A.; im pass., Pol. 23, 8, 4.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψωνιάζω: ἐφοδιάζω διὰ ζωοτροφιῶν, ὀψ. δύναμιν, παρέχω εἰς στρατὸν ζωοτροφίας ἢ μισθόν, Διοδ. Ἐκλογ. 598. 38. ― Παθ., ὀψωνιάζεσθαι τὴν βουλὴν ὑπ’ Εὐμένους Πολύβ. 23. 8, 4· ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χρημάτων μνημονεύεται ἐκ Διον. Ἁλ., πρβλ. Διόδ. 16. 22· ― ὀψωνίζω, Τιμαρίων ἐν Notices des Mss. 9. 205.
French (Bailly abrégé)
munir de vivres en parl. d’une armée ; Pass. être approvisionné.
Étymologie: ὀψώνης.
Greek Monolingual
ὀψωνιάζω (Α) οψώνιον
παρέχω στον στρατό ζωοτροφές ή μισθό.
Greek Monotonic
ὀψωνιάζω: (ὀψώνιον), εφοδιάζω με προμήθειες.
Russian (Dvoretsky)
ὀψωνιάζω: снабжать (обеспечивать) продовольствием (δύναμιν Diod.).