ὑπερέπτω

From LSJ
Revision as of 18:15, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερέπτω Medium diacritics: ὑπερέπτω Low diacritics: υπερέπτω Capitals: ΥΠΕΡΕΠΤΩ
Transliteration A: hyperéptō Transliteration B: hypereptō Transliteration C: yperepto Beta Code: u(pere/ptw

English (LSJ)

A eat away from below, cut away from under, of a stream, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.21.271. II of mental suffering, gnaw secretly, Q.S.9.377.

German (Pape)

[Seite 1195] von unten wegfressen, wegnehmen, entziehen, z. B. von einem Flusse, der den Sand unter den Füßen wegspült, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖϊν, Il. 21, 271; – heimlich, innerlich nagen, bes. von Gemüthsleiden, λυγραὶ ὑπέρεπτον ἀνίαι, Qu. Sm. 9, 376.

French (Bailly abrégé)

ronger ou miner sous : κονίην ποδοῖϊν IL le sable sous les pieds en parl. d’un torrent.
Étymologie: ὑπέρ, ἐρέπτω.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέπτω: τρώγω κάτωθεν, παρασύρω, ἐπὶ ποταμοῦ ἢ ῥύακος ὑποτρώγοντος τὴν ἑαυτοῦ κοίτην καὶ παρασύροντος τὴν ἑαυτοῦ κόνιν, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, ὑπέσυρεν, ὑφήρπαζε τὴν ἄμμον ὑποκάτωθεν τῶν ποδῶν αὐτοῦ, Ἰλ. Φ. 271. ΙΙ. ἐπὶ ψυχικοῦ πάθους κατατρώγω κρυφίως, λιγραὶ δ’ ὑπέρεπτον ἀνίαι Κόϊντ. Σμύρν. 7. 377.

English (Autenrieth)

eat away; ‘was washing away’ the sandunder’ his feet, Il. 21.271†.

Greek Monolingual

Α
1. (για ποταμό ή ρυάκι και σχετικά με το έδαφος και με την ιλύ). κατατρώγω, καταβροχθίζω αποκάτω («κονίην ὑπέρεπτε ποδοῑιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. (για πάθος) κατατρώγω κρυφά («λυγραὶ δ' ὑπέρεπτον ἀνίαι», Κόϊντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐρέπτω / ἐρέπτομαι «τρώω, καταβροχθίζω»].

Greek Monotonic

ὑπερέπτω: (ἐρέπτομαι), τρώω, φθείρω από κάτω, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερέπτω: подгрызать, (о реке, потоке) размывать, уносить (κονίην ποδοῖϊν Hom.).

Middle Liddell

ἐρέπτομαι
to eat away from under, κονίην ὑπέρεπτε ποδοῖιν Il.