τεσσαρακοστός
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
ή, όν, A fortieth, Th.1.60, etc.; Dor. τετρωκοστός, ά, όν, Archim.Aren.4.10, al.; also Ion. apparently, SIG167.17 (Mylasa, iv B.C.): but Ion. Τετρηκοστή (pr. n.) GDI5755.5 (ibid.). II ἡ τεσσαρακοστή (sc. μοῖρα): 1 tax of one-fortieth, Ar.Ec.825; ἐπίτροπος τεσσαρακοστῆς MAMA4.113 (Lysias, i/ii A.D.). 2 a fortieth, a coin of Chios, Th.8.101.
German (Pape)
[Seite 1095] der vierzigste; αἱ τεσσαρακοσταί, eine Münze auf Chios, Thuc. 8, 101; – ἡ τεσσαρακοστή, eine Abgabe des vierzigsten Theils vom Vermögen, Ar. Eccl. 825.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
quarantième ; αἱ τεσσαρακοσταί THC litt. les quarantièmes, monnaie de Chios.
Étymologie: τεσσαράκοντα.
Greek (Liddell-Scott)
τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Λατ. quadragesimus, Θουκ. 1. 60, κλπ.· Δωρ. τετρωκοστός, ή, όν, Ἀρτεμίδ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2691d. Ι. II. ἡ τεσσαρακοστὴ (μοῖρα)· 1) φόρος ἢ τέλος συνιστάμενον εἰς τὸ ἓν τεσσαρακοστόν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 825. 2) ἓν τεσσαρακοστόν, νόμισμά τι τῆς Χίου, Θουκ. 8. 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τεσσαρακοστός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τετρωκοστός, -ά, -όν και ιων. τ. θηλ. τετρηκοστή Α
(τακτικό αριθμτ.)
1. αυτός που σε μια σειρά ή τάξη καταλαμβάνει τη θέση που αντιστοιχεί στον αριθμό σαράντα (α. «αποφοίτησε τεσσαρακοστός» β. «καὶ ἀφικνοῦνται τῇ τεσσαρακοστῇ ἡμέρᾳ», Θουκ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η τεσσαρακοστή
βλ. τεσσαρακοστή.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τεσσαρακοστό
καθένα από τα σαράντα ίσα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί ένα όλο
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τεσσαρακοστά
εκκλ. λειτουργία που τελείται σαράντα μέρες μετά τον θάνατο ενός προσώπου, τα σαράντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαρά-κοντα + κατάλ. τακτικών αριθμτ. -στός (πρβλ. πεντηκο-στός). Ο τ. τετρωκο-στός < τετρώ-κοντα (βλ. λ. τεσσαράκοντα)].
Greek Monotonic
τεσσᾰρᾰκοστός: -ή, -όν,
I. όπως και σήμερα, Λατ. quadragesimus, σε Θουκ.
II. τεσσαρακοστὴ (μοῖρα), ἡ, τεσσαρακοστή, νόμισμα της Χίου, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
τεσσᾰρᾰκοστός: атт. τεττᾰρᾰκοστός 3 сороковой Thuc. etc.
Middle Liddell
τεσσᾰρᾰκοστός, ή, όν
I. fortieth, Lat. quadragesimus, Thuc.
II. τεσσαρακοστή μοῖρα, a fortieth, a coin of Chios, Thuc.